Η πόλη της Συνασού της Καππαδοκίας στην επαρχία Καισαρείας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως βρίσκεται στον 38º 45΄ βόρειο πλάτος και 32º 40΄ανατολικά του μεσημβρινού των Παρισίων ή 34º 57΄ανατολικά του μεσημβρινού του Γκρήνουιτς. Στις 2 Οκτωβρίου του 1924, οι κάτοικοι της Συνασού, ακολουθώντας τους όρους της Συνθήκης της Λοζάνης αναχώρησαν από τα σπίτια τους και τον τόπο τους για την Ελλάδα. Ήταν ανταλλάξιμοι πρόσφυγες και ήξεραν ότι δεν θα επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα τους, οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους. Η εμπειρία της εξόδου δεν ήταν απλά μια αιφνίδια στιγμιαία τραυματική εμπειρία, αλλά ένας οργανωμένος αποχωρισμός. Ήξεραν ότι έπρεπε να φύγουν μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Ανταλλαγής των Πληθυσμών, και στη συνέχεια έμαθαν τις λεπτομέρειες της αναχώρησης τους αλλά και την ημερομηνία.
Η ιστορία τους παραπέμπει στη γνωστή τυπολογία της ανταλλαγής των πληθυσμών. Υπάρχει όμως μια λεπτομέρεια που την κάνει ξεχωριστή. Πριν την αναχώρησή τους οι κάτοικοι της Συνασού -υπο την αιγίδα της Κοινοτικής τους Επιτροπής- φωτογράφησαν τα σπίτια και την κοινότητά τους. Το υλικό αυτό ταξίδεψε μαζί τους ή πριν από αυτούς. Με πρώτο σταθμό την Κωνσταντινούπολη και με τελικό προορισμό την Αθήνα. Εκεί που στα τέλη του 1924 εκδόθηκε ένα λεύκωμα: Η Σινασός της Καππαδοκίας. Το λεύκωμα αυτό συνιστά μια προσπάθεια διάσωσης του παρελθόντος: της ιστορίας, των παραδόσεων, της συλλογικής μνήμης μία κοινότητας που είχε χάσει την υπόστασή της. Οι φωτογραφίες που ήρθαν από «εκεί» μαζί με σύντομα κείμενα που γράφτηκαν στο προσφυγικό «εδώ» συνθέτουν ένα εγχείρημα ανασυγκρότησης της κοινοτικής ζωής που εκτείνεται από την ιστορική της διαδρομή και τα σπίτια των ανθρώπων μέχρι τη διάλεκτο της περιοχής και τους στίχους των τραγουδιών της.
Οι συνασιτες προσπάθησαν μέσα από την αναλυτική καταγραφή και την έκδοση του λευκώματος αυτού να διασώσουν την ιστορία ενός τόπου που δεν θα υπήρχε με τον ίδιο τρόπο ποτέ ξανά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χρήστος Χατζηιωσήφ μέσα από την μαθηματική ακρίβεια των γεωγραφικών συντεταγμένων επιχειρούν να αντισταθμίσουν την ασάφεια της θέσης του τόπου τους στον ιστορικό χωροχρόνο. Κάθε σινασίτης και σινασίτισσα απέκτησε ένα πρωτότυπο αντίτυπο του, ενώ τις δεκαετίες που ακολούθησαν το σωματείο «Η Νέα Σινασός» προχώρησε σε συχνές επανατυπώσεις του.
Το λεύκωμα αυτό δεν είναι απλό βιβλίο. Για τους συνασίτες που οδηγήθηκαν στην Έξοδο είναι ένα ζωντανό κομμάτι του τόπου τους ενώ για τους απογόνους τους είναι ο τρόπος να μάθουν για το παρελθόν τους και τον τόπο τους. Για τον ιστορικό το λεύκωμα αυτό είναι ένα πολύτιμο τεκμήριο όχι μόνο για τις πληροφορίες που του προσφέρει αλλά κυρίως για την ιστορική αντίληψη και σκέψη των δημιουργών του, να καταγράψουν την ιστορία ενός τόπου και μιας κοινότητας που δεν θα υπήρχε ποτέ ξανά με τον ίδιο τρόπο. Το λεύκωμα αυτό είναι ένα πολύτιμο αντικείμενο. Ένα αντικείμενο που δεν ήρθε από την Πατρίδα αλλά που φτιάχτηκε στον νέο τόπο για να διασώσει την ιστορία της Πατρίδας που άφησαν πίσω τους, αναδεικνύοντας τις πολύπλευρες διαστάσεις που μπορεί να έχει ένα αντικείμενο.