Ο Γεώργιος Τρέχας και ο Κωνσταντίνος Ρασπίτσος γεννήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα στο Εγγλεζονήσι της Μικράς Ασίας, ενα μικρό νησί στον κόλπο της Σμύρνης με πληθυσμό γύρω στις 2.500 ανθρώπους, κυρίως χριστιανούς. Και οι δύο δούλευαν από πολλοί μικροί ως ψαράδες για να συντηρήσουν τις οικογένειες τους. Δυο πέτρινες μήτρες για αγγίστρια, τι οποίες σήμερα έχει ο εγγονός του Γιώργου, Κωνσταντίνος Τρέχας, αποτελούν δύο από τα λιγοστά υπάρχοντα που έφεραν μαζί τους.
Ο Αλέξανδρος Ουσταμπασίδης και ο Αναστάσιος Πολυχρονιάδης, έλαβαν ειδική άδεια από την Επαναστατική Κυβέρνηση και το υπουργείο Υγιεινής, ναύλωσαν ένα καΐκι και ξεκίνησαν από την Θεσσαλονίκη την προσπάθεια να ενώσουν ξανά τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής τους και να συνδράμουν στην μετέγκαταστασή τους στην Μακεδονία. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, ο Αναστάσιος Πολυχρονιάδης βρήκε ξανά την οικογένειά του, την σύζυγο και τα δύο του παιδιά και επέστρεψαν όλοι μαζί στην Θεσσαλονίκη. Η σύζυγός του, Ελισάβετ Αλσάνογλου έφερε μαζί της μια ραπτομηχανή.
Η ραπτομηχανή -που συνεχίζει να δουλεύει- κρύβει την ιστορία της μετακίνησης της οικογένειας Μιχαηλίδου από τον Πόντο, στη Ρωσία και στη συνέχεια στην Ελλάδα. Ένα αντικείμενο βαρύ και δύσκολο στη μεταφορά του, με μεγάλη όμως συμβολική και πρακτική αξία επέλεξε η Αναστασία Μιχαηλίδου να φέρει μαζί της αναδεικνύοντας πτυχές της πρακτικότητας και των χρηστικών επιλογών που κάνουν οι μετακινούμενοι κάθε περιόδου.
Από το μπακάλικο στον Πόντο, στο Βατούμ και από εκεί πλανόδιος μανάβης στον Πειραιά, ο Γεώργιος Τσουχνικάς πήρε δυο φορές τον δρόμο της προσφυγιάς με την οικογένειά του, κουβαλώντας μαζί του λιγοστά αντικείμενα. Τα ζύγια της ζυγαριάς του ήταν ανάμεσα σε αυτά, εργαλείο δουλειάς αλλά και ανάμνηση από τα μαγαζιά που κάθε φορά άφηνε πίσω του και ελπίδα για μια νέα χρήση στη νέα ζωή.