Η Αναστασία Κτυπιάδου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1908. Ήταν κόρη του Ιωάννη Κτυπιάδη και της Ελισάβετ Σταυροπούλου. Είχε δύο αδέλφια τον Λάζαρο και την Δέσποινα. Η οικογένειά της ήταν ιδιαίτερα εύπορη. Ο πατέρας της Ιωάννης Κτυπιάδης ήταν χαβιαδέμπορος και διατηρούσε μεγάλο κατάστημα με εδώδιμα αποικιακά προιόντα. Ζούσαν στη συνοικία Κουρτουλούς (Ταταύλα) της Κωνσταντινούπολης, στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου. Η Αναστασία φοίτησε στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο και μιλούσε ελληνικά, γαλλικά και λίγα αγγλικά. Επισκεπτόταν συχνά το κατάστημα του πατέρα της. Εκεί γνώρισε τον υπάλληλο του Ιωακείμ Προκόπογλου.
Ο Ιωακείμ Προκόπογλου έχασε τον πατέρα του πολύ μικρός και ανάγκαστηκε να δουλέψει από πολύ νεαρός για να επιβιώσει και να βοηθήσει την οικογένεια του. Παρότι δεν είχε την ίδια οικονομική δυνατότητα με την οικογένεια Κτυπιάδη, ο εργοδότης του Ιωάννης Κτυπιάδης, τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση και έδωσε την ευχή του για τον γάμο των δύο νέων. Όμως η συνθήκη της Λοζάνης τους πρόλαβε και ο Ιωακείμ ως κάτοικος της Συνασού αναγκάστηκε να μετακινηθεί στην Ελλάδα μαζί με τα αδέλφια και την μητέρα τους.
Η Ανταλλαγή των Πληθυσμών δεν στάθηκε εμπόδιο στην αγάπη τους. Μόλις ο Ιωακείμ έφτασε στην Ελλάδα της έγραψε και συνέχισαν την επικοινωνία τους. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1928, οι δύο νέοι αρραβωνιάστηκαν με ένα γράμμα και αντάλλαξαν όρκους αγάπης. Η οικογένεια της Αναστασίας στην Κωνσταντινούπολη για να γιορτάσει τον αρραβώνα πρόσφερε μπομπονιέρες σε συγγενείς και φίλους. Μία από αυτές τις μπομπονιέρες έφερε μαζί της η Αναστασία στις αποσκευές που την συνόδευσαν στο ταξίδι της στην Ελλάδα. Έφτασε με πλοίο στον Πειραιά το 1929 και το 1930 παντρεύτηκε τον Ιωακείμ. Η μπομπονιέρα του αρραβώνα τους βρίσκεται στο σπίτι της μικρότερης κόρης τους Καίτης Προκοπιάδου που μιλάει με θαυμασμό για την αγάπη των γονιών της που ξεπέρασε τα σύνορα και τις συνθήκες της εποχής τους.