27 Δεκεμβρίου 1998
«Φτάσαμε στο σπίτι του Γιάννη Μηνόγλου. Μας υποδέχτηκαν οικογενειακώς. Ο Γιάννης, η γυναίκα του η Στέλλα, οι κόρες τους, Βασιλεία, Αγγέλα και Νικολέτα, με τον άντρα της, τα εγγόνια τους Στέλλα και ο Αντρέας, και το νεογέννητο κοριτσάκι της Νικολέτας που ήταν ακόμη αβάφτιστο… Όλοι μας περίμεναν στο σαλόνι.
Μαζί με τα προικιά είχα φέρει και μια μεγάλη φωτογραφία του Χονάζ. Τους έδειξα τα μέρη όπου ήταν το περιβόλι και το σπίτι του Μηνόγλου στην παλιά ρωμαίικη γειτονιά. Ύστερα άνοιξα τον μποξά με τα προικιά. Τα άπλωσα ένα ένα πάνω στο τραπέζι. Καθίσαμε όλοι γύρω γύρω.
Η Στέλλα πήρε στα χέρια ένα κέντημα με τριαντάφυλλα. ‘‘Είναι σαν να ήρθαν εδώ οι δικοί μας που χάθηκαν!’’ Είχε δακρύσει… Δεν μιλούσε πια… Η σιωπή απλώθηκε πάνω στο τραπέζι με τα προικιά… Ύστερα οι λέξεις άρχισαν να ξεχύνονται μια μια από τα βάθη της καρδιάς της: ‘‘Αυτά που γίνανε ήταν κακά πράγματα… Εμείς ζούσαμε μαζί, πλάι πλάι. Τους χώρισαν τους Έλληνες απ’ τους Τούρκους…’’
Ο Γιάννης συμπλήρωσε τη σκέψη της γυναίκας του: ‘‘Τι φταίξανε οι άνθρωποι; Οι κυβερνήσεις τούς έκαναν εχθρούς. Οι δικοί μας είχαν φτιάξει τη ζωή τους εκεί πέρα, είχαν μια τάξη. Όλα αυτά γκρεμίστηκαν, καταστράφηκαν, οι άνθρωποι σκοτώθηκαν…’’
‘‘Να μη σκοτωθούν ξανά άλλοι άνθρωποι, να μην κλείσουν κι άλλα σπίτια’’, πρόσθεσα
Καθίσαμε στο τραπέζι. Τρώγαμε και μιλούσαμε και μιλώντας ταξιδεύαμε μαζί στο περιβόλι του Μηνόγλου, στο Χονάζ. Ήταν σαν να βλέπαμε τη Σοφία να βουτάει τον πατέρα μου στο νερό, σα ν α τρυγιρνούσαμε στα περιβόλια με τις κερασιές…
Η ώρα πέρασε. Έπρεπε πια να φύγουμε, ‘‘Έλάτε όποτε θέλετε στο Χονάζ. Χειμώνα καλοκαίρι η πόρτα μας θα είναι πάντα ανοιχτή για σας. Φεύγω, αλλά αφήνω τη μισή μου καρδιά εδώ, κοντά σας’’, είπα αποχαιρετώντας τους.
‘‘Εσύ όμως μου πήρες ολόκληρη την καρδιά μου και φεύγεις’’, είπε ο Γιάννης και με αγκάλιασε.
Ψηλά στον ουρανό, ο ήλιος μας χαμογελούσε…»
Απόσπασμα από του βιβλίο του Kemal Yalcin, Μια προίκα αμανάτι. Οι άνθρωποι της Ανταλλαγής, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2000, σ. 429-430.
—
Ο Kemal Yalcin στις αρχές της δεκαετίας του 1960 άκουσε για πρώτη φορά από τον πατέρα του Ramazan Yalcin την ιστορία του ελληνο-τουρκικού πολέμου 1919-1922 και τον τρόπο που η οικογένεια του βίωσε τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Στο πλαίσιο αυτής της αφήγησης αναφέρθηκε για πρώτη φορά και στην ιστορία των γειτονών τους, της οικογένειας Μηνόγλου, που ο πατέρας συνελήφθη και οδηγήθηκε στα τάγματα εργασίας ενώ η μητέρα και οι κόρες κατάφεραν να φτάσουν στην Ελλάδα. Πριν φύγουν άφησαν στους γείτονές τους δυο τσουβάλια με προικιά και ένα ριγέ μεταξωτό πάπλωμα.
Μετά το πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του 1980 ο καθηγητής πλέον Kemal Yalcin αναγκάστηκε ο ίδιος να πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς. Βρέθηκε στη Γερμανία και 12 χρόνια αργότερα κατάφερε να συναντήσει ξανά τους γονείς τους. Ζήτησε από τον πατέρα του να του αφηγηθεί ξανά την ιστορία των Μηνoγλαίων και εκείνος τον προέτρεψε να γράψει για όλα όσα συνέβησαν και φυσικά να αναζητήσει την οικογένεια στην Ελλάδα και να παραδώσει τα προικιά που ακόμα φυλάσσαν σε ένα σεντούκι στο πατρικό του σπίτι στο Χονάζ. Τον Μάρτιο του 1998, και ενώ ο Ramazan Yalcin δεν βρισκόταν πια στη ζωή, κυκλοφόρησε στην Τουρκία το ιστορικό μυθιστόρημα του Μια προίκα αμανάτι. Οι άνθρωποι της Ανταλλαγής. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς έλαβε το κρατικό βιβλίο Μυθιστορήματος. Λίγες μέρες αργότερα, στις 27 Δεκεμβρίου 1998 ο Kemal Yalcin , βρέθηκε στον Βόλο και παρέδωσε στον Γιάννη Μηνόγλου και στην οικογένεια του τα προικιά της Ελένης και της Σοφίας Μηνόγλου. 76 χρόνια μετά τα προικιά των κοριτσιών δόθηκαν στους κοντινότερους εν ζωή συγγενείς τους, εκπληρώνοντας την υπόσχεση που είχε δώσει στους γείτονές της η οικογένεια Yalcin. «Μια προίκα που την έχουν αφήσει αμανάτι δεν πρέπει να δοθεί σε κανέναν. Προικιά που είναι φορτωμένα με αναστεναγμούς δεν θα φέρουν την ευτυχία σε καμιά κοπέλα», έλεγε πάντα ο Ramazan Yalcin που θυμόταν με νοσταλγία την παιδική του φίλη, τη Σαφιέ, όπως αποκαλούσε τη Σοφία Μηνόγλου.