Η Άρτεμη Κιουρτίδου γεννήθηκε στη Μήδεια της Ανατολικής Θράκης. Αρραβωνιάστηκε με τον Θεόδωρο Βράντζογλου κι έφυγαν από την πόλη τους για τη Θεσσαλονίκη το 1912 ή το 1914. Στη Θεσσαλονίκη παντρεύτηκαν κι έκαναν δύο παιδιά. Γύρισαν στη Μήδεια, όπου έκαναν άλλα δύο παιδιά. Το 1920 Τούρκοι φίλοι τους, τους ειδοποίησαν και έφυγαν πάλι για τη Θεσσαλονίκη όπου εγκαταστάθηκαν οριστικά. Εκεί μείνανε στην περιοχή των Τροχιοδρομικών, στη Χαριλάου, καθώς ο Θεόδωρος δούλεψε στα τραμ, κι έκαναν άλλα τρία παιδιά. Όλα τα παιδιά τους σπουδάσανε.
Η Φλώρα Βράντζογλου, κόρη της Άρτεμης και του Θεόδωρου, τελείωσε το Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης και διορίστηκε δασκάλα στην περιοχή της Καστοριάς. Εκεί, ο Αντώνης Παρούτης, επιθεωρητής εκπαίδευσης, στέλνει τη Φλώρα στο σχολείο όπου δούλευε ως δάσκαλος ο γιος του, Δημήτρης.
Η οικογένεια Παρούτη είχε έρθει από την περιοχή της Σμύρνης. Ο Αντώνης, γιος κύπριου πατέρα και σμυρνιάς μητέρας, μεγάλωσε μετά το χωρισμό των γονιών του με τη μητέρα του στην περιοχή της Σμύρνης. Αποφοίτησε από την Ευαγγελική Σχολή. Μπήκε δάσκαλος στο σπίτι των Σαρηκεχαγιά, πλούσιων κτηματιών στην περιοχή της Μανίσας (Μαγνησία). Εκεί γνωρίστηκε με την κόρη των Σαρηκεχαγιά, Κωνσταντία, παντρεύτηκαν και απέκτησαν πέντε παιδιά.
Στην καταστροφή της Σμύρνης, η Κωνσταντία, έδεσε τα παιδιά της με σχοινί για να μην χαθούν και ο Αντώνης κρύφτηκε στα μνήματα για να μην τον βρουν οι Τούρκοι. Εγκατέλειψαν, τελικά, τη Σμύρνη και βρέθηκαν για ένα χρόνο στη Λευκωσία, καθώς η οικογένεια είχε εκεί συγγενείς. Από τη Λευκωσία βρέθηκαν στη συνέχεια στην Καστοριά.
Ο Δημήτριος Παρούτης και η Φλώρα Βράντζογλου παντρεύτηκαν κι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Έμεναν για χρόνια στην περιοχή της Φιλίππου. Η κόρη τους, Ντίνα (Κωνσταντία), μεγάλωσε με τις ιστορίες των γιαγιάδων της, κυρίως της σμυρνιάς, συνονόματης της. Η ίδια νιώθει μέχρι σήμερα ένα ισχυρό δέσιμο με τις πατρίδες των προγόνων της, τις οποίες έχει επισκεφθεί και για τις οποίες μιλάει με περηφάνια στα εγγόνια της. Με τη Σμύρνη, στην οποία έχει πάει αρκετές φορές, νιώθει ένα ιδιαίτερο δέσιμο.
Η Ντίνα δεν έχει τίποτα από τη γιαγιά της τη σμυρνιά. Έφυγαν βιαστικά και μάλλον δεν πρόλαβαν να πάρουν πράγματα μαζί τους παρά μόνο λίρες ραμμένες μέσα στα ρούχα. Όταν όμως πέθανε η άλλη της γιαγιά, η Άρτεμη, και το σπίτι διαλύθηκε η Ντίνα ζήτησε και πήρε μια μικρή πορσελάνινη ζαχαριέρα, μοναδικό υλικό κατάλοιπο της οικογένειας και της ζωής που άφησαν πίσω τους. Ακόμη και σήμερα χρησιμοποιεί την ζαχαριέρα αυτή.