Το κιλίμι που ύφαναν οι φίλες της νύφης

«Κιζ-Κιλίμ. Αγοράσθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1924 από έναν γέρο πρόσφυγα Μικρασιάτη από προικιό. Ήταν η συνήθεια εκεί τότε. Το κιλίμι ύφαναν όλες οι φίλες της νύφης  και η κάθε μία προσέθετε για ενθύμιο ένα κουρελάκι από το φόρεμά της ή μαλλιά της κεφαλής της ή φτερό από το αγαπημένο της πουλάκι ή μια χάνδρα για γούρι». Το σύντομο χειρόγραφο σημείωμα της Χρυσηίδας (Λου) Πιερράκου (το γένος Βατικιώτη)   αποτυπώνει την προέλευση και την αρχή της μακράς διαδρομής του χειροποίητου αυτού χαλιού.

Πίνοντας καφέ όπως στο σπίτι

Στους μπόγους και στα μπαούλα των συνασίτων, όπως και όλων των προσφύγων που έφυγαν σχετικά οργανωμένα λόγω της συνθήκης της Λοζάνης τοποθετήθηκαν τα πιο χρηστικά αντικείμενα και τα πιο πολύτιμα σε αξία υλική ή σε συναισθηματική. Τα καθημερινά είδη του σπιτιού ήταν ανάμεσα στα αντικείμενα αυτά. Ποτηράκια του καφέ, μπρίκια, μύλοι, πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα, μπακιρένιες γαβάθες και πιατέλες είναι τα πιο συνηθισμέσμενα από τα αντικείμενα που εντοίζουμε στα σπίτια των απογόνων τους ακόμα και σήμερα. 

Οι «7μπάλες» από τη Συνασό

Στις 2 Οκτωβρίου του 1924, ακολουθώντας τους όρους της Συνθήκης της Λοζάνης, η Αγγελική Σεχνεδοπούλου, τα τρία της παιδιά και η πεθερά της Νυμφοδώρα Χατζηθεοδωρίδου, άφησαν το σπίτι τους, και έχοντας «7 μπάλες» μαζί τους, 7 μπόγους όπου χώρεσαν μέσα τους τα πιο χρήσιμα και τα πιο πολύτιμα αντικείμενα τους από τη Συνασό, έφτασαν στη Μερσίνα, επιβιβάστηκαν στο πλοίο Δεστούνης και ταξίδεψαν για την Ελλάδα. Το πλοίο αποβίβασε τους μισούς πρόσφυγες στην Εύβοια και τους άλλους μισούς στον Πειραιά.

Οι μποχτσάδες από τη Νίγδη

Οι συγκεκριμένοι μποχτσάδες αποτελούνται  από συραμμένα μεταξύ τους βαμβακερά υφάσματα, ενισχυμένα με φόδρα για μεγαλύτερη αντοχή. Σήμερα δεν διασώζονται πολλοί παρόμοιοι. Αποτέλεσαν όμως το κυριότερο μέσο μεταφοράς αντικειμένων για πάρα πολλά χρόνια και εντοπίζονται συχνά στις φωτογραφίες που τεκμηρίωσαν την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Ένας μύλος του καφέ από την Πάνορμο

Ο Επαμεινώνδας Μαρκής γεννήθηκε στην Πάνορμο της Μικράς Ασίας το 1901. Δεν τελείωσε το σχολείο γιατί χτυπούσε με βόλους τον δάσκαλο του. Πήγε μαθητευόμενος στο Κοντοσκάλι σε έναν μαραγκό, στον οποίο ο πατέρας του έδωσε δικαίωμα ζωής και θανάτου. Το 1917 κλήθηκε να υπηρετήσει στον οθωμανικό στρατό. Απέφυγε τη θητεία επιλέγοντας να δουλέψει στα ορυχεία

Μια λάμπα από την Πάνορμο

Η Ευτέρπη Μαρκή, κόρη του Επαμεινώνδα και της Ολυμπίας Αντωνίου από την Κορησσό Καστοριάς, αφηγήθηκε στην Αρετή Κονδυλίδου ότι η οικογένεια έφερε αρκετό βιος μαζί της. Αυτά που έμειναν είναι ορισμένα μπακιρένια σκεύη και τρία «πολύτιμα» αντικείμενα, αναμεσά τους μία μπρούντζινη λάμπα πετρελαίου, την οποία θεωρεί το πιο πολύτιμο αντικείμενο του σπιτιού της και για την οποία καμαρώνει. 

Μια λάμπα από το Γιοζγάτη της Καισάρειας

Η γιαγιά Ναρίνα ήταν η μόνη γιαγιά που γνώρισα και έζησα για λίγο. Με φώναζε «γιαβρί μου» θυμάται η εγγονή της Εριφύλη Σουβατζίδου. Σήμερα η Εριφύλη Σουβατζίδου έχει στην κατοχή της την «προίκα από την Καισάρεια» και γλυκές αναμνήσεις από τη γιαγιά Ναρίνα και το προσφυγικό σπίτι της Κοκκινιάς.

Η «προίκα από την Καισάρεια»

Η γιαγιά από τη μεριά της μητέρας μου, ηρωίδα από τις «χίλιες και μία νύχτες», η Ναρίνα, το όνομά της, Μαρία επί το ελληνικότερον, ήρθε από την Γιοζγάτη της Καισάρειας με τον παππού τον Συμεών, έμπορο γουναρικών και χαλιών σε όλη την Ευρώπη. Ηρθαν μέσω Κωνσταντινούπολης, αφήνοντας στο πέρασμά τους συγγενείς στην Καβάλα, στην Θεσσαλονίκη, τον Βασίλη Κατεμίδη και την Ιερουσαλήμ. Στον Βόλο, στη Νέα Ιωνία, τους θείους Βέτα και Γιώργο Δοξόπουλο.

Το σαμοβάρι από τη Ρωσία

Το σαμοβάρι ήταν ένα χρηστικό εργαλείο της οικογένειας στην καθημερινότητά τους και σήμερα για τον νικαιώτη Εμμανουήλ Μιχαηλίδη είναι ένα πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο με μεγάλη συναισθηματική αξία για τον ίδιο, ένα κομμάτι από το παρελθόν της οικογένειάς του, που ρίζωσε στην Νίκαια.