Η Χριστίνα Παυλιόγλου γεννήθηκε στο Βόλο, στο προσφυγικό οικόπεδο της οδού. Στρατηγού Μακρυγιάννη, στον συνοικισμό του τέρματος της οδού Ιωλκού. Κόρη προσφύγων, του Δαμιανού Παυλιόγλου και της Ευθυμίας Κωστοπούλου, έζησε μέχρι την ενηλικιωσή της στο προσφυγικό σπίτι της οικογένειας της. Σήμερα τρία χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα της συνεχίζει να φροντίζει το άδειο προσφυγικό σπίτι ενώ η μικρή του αυλή είναι πάντα περιποιημένη και καθαρή σαν να περιμένει τους ενοίκους της να μοιραστούν τα νέα της ημέρας, τα προβλήματα της δουλειάς ή τις ξαφνικές χαρές. Η δική της ζωντάνια και το δικό της νοιάξιμο κράταγε το σπίτι ανοιχτό σε μια γειτονιά όπου οι κάτοικοι έχουν στενές σχέσεις μεταξύ τους, κοινές αναμνήσεις αλλά και ζεστασιά για τους νεοφερμένους.
Στο μικρό χειροποίητο εικονοστάσι πλάι στα στέφανα του Δαμιανού και της Ευθυμίας βρίσκεται μια ξύλινη χειροποίητη εικόνα της Αγίας Εκατερίνης που ήρθε από τη Μαλακοπή της Μικράς Ασίας και ανήκε στην γιαγιά της Ασπασία Κωστοπούλου. Η γιαγιά Ασπασία, είχε έρθει από τη Μαλακοπή της Μικράς Ασίας. Στο καράβι πέθαναν και οι δύο γονείς της. Οι συγχωριανοί της την στήριξαν το πρώτο διάστημα. Παντρεύτηκε στην Αμπελιά Λαρίσης τον Βασίλη Κωστόπουλο, χήρο με μια κόρη τη Χαρίκλεια, και απέκτησαν μαζί μια ακόμη κόρη την Ευθυμία. Ο Βασίλης Κωστόπουλος πέθανε λίγα χρόνια αργότερα και η Ασπασία με τα δύο κορίτσια ήρθαν στον Βόλο. Νοίκιασαν ένα μικρό δωμάτιο στον συνοικισμό της Ιωλκού και λίγο καιρό αργότερα η Ευθυμία γνώρισε τον Δαμιανό.
Η Χριστίνα Παυλιόγλου δεν ξέρει λεπτομέρειες για την εικόνα παρά μόνο θυμάται πως η μητέρα της την θεωρούσε θαυματουργή και ότι υπήρχε μια ασαφής οικογενειακή ιστορία γύρω από μια φωτιά στο σπίτι όπου η εικόνα σώθηκε. Για την ίδια το προσφυγικό παρελθόν της οικογένειάς της είναι ένα κομμάτι του δικού της παρελθόντος αλλά κυρίως είναι τμήμα της ιστορίας της μετακίνησης, των δυσκολιών, των προβλημάτων και της βίας με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι άνθρωποι που αναγκάζονται να αφήσουν το σπίτι και τον τόπο τους. Η Χριστίνα Παυλιόγλου στα πρόσωπα των προσφύγων βλέπει τα πρόσωπα των δικών της ανθρώπων και πάντα θυμάται ένα τουρκικό τραγούδι που σιγοτραγουδούσε η γιαγιά της Κυριακούλα Παυλιόγλου, το οποίο συμπυκνώνει για την ίδια το τραύμα και τον πόνο της προσφυγιάς.