Η Κλειώ Καλτσά γεννήθηκε σύμφωνα με τα χαρτιά της το 1923 στην Έδεσσα. Σύμφωνα όμως με ορισμένους συγγενείς της γεννήθηκε το 1918 στη Σηλύβρια της ανατολικής Θράκης. Γονείς της ο Πανάρετος και η Φωτεινή. Έκαναν συνολικά 4 παιδιά. Η Κλειώ είχε διαφορά με το μεγαλύτερο της αδελφό 27 χρόνια και έτσι η Φωτεινή πήρε το προσωνύμιο Σάρα. Ο Πανάρετος ήταν απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής και όταν ήρθε στην Έδεσσα έγινε ταμίας του Δήμου Εδέσσης. Η Κλειώ Καλτσά αποφοίτησε από το 1ο Γυμνάσιο Θηλέων στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια φοίτησε στην παιδαγωγική ακαδημία της πόλης.
Ο Δημήτρης Οικονομίδης, γιος του Μιλτιάδη και της Ειρήνης, γεννήθηκε το 1915 στον Σκοπό της ανατολικής Θράκης. Εγκαταστάθηκαν οικογενειακά στον Νέο Σκοπό Σερρών. Αγροτικής καταγωγής ήρθε στη Θεσσαλονίκη για να δουλέψει και να σπουδάσει στη νομική.
Ο Δημήτρης Οικονομίδης εργαζόμενος στην υπηρεσία Επισιτισμού γνώρισε την Κλειώ που πήγε να εργαστεί στην ίδια υπηρεσία. Γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στις Σέρρες όπου ο Δημήτρης άνοιξε δικηγορικό γραφείο. Εκεί το ζευγάρι απέκτησε μια εξωστρεφή κοινωνική ζωή. Έκανε συχνά τραπέζια σε φίλους και φίλες χρησιμοποιώντας ένα συγκεκριμένο πορσελάνινο σερβίτσιο που πήρε η Κλειώ από τους γονείς της καθώς ήταν η μικρότερη και το σερβίτσιο είχε μείνει στο σπίτι. Τα τραπέζια συνήθως είχαν ψαρόσουπα σερβιρισμένη στη σουπιέρα και ψάρι ξεκοκαλισμένο με μαγιονέζα. Το ψάρι ήταν περίτεχνα διακοσμημένο με λεπτές φέτες αγγουράκι τουρσί ή καρότα με τέτοιο τρόπο που έμοιαζαν με λέπια.
Το σερβίτσιο πέρασε στην κατοχή της Φωτεινής Οικονομίδου-Μπότσιου, κόρη της Κλειώς και εγγονή της Φωτεινής, με τον γάμο της. Ήταν η πρώτη από τα τρία αδέλφια που παντρεύτηκε. Η ίδια συνέχισε την παράδοση της γιαγιάς της και της μητέρας της κάνοντας τραπέζια με ψαρόσουπα και ψάρι μαγιονέζα «κεντημένο» (την τέχνη την έμαθε παρακολουθώντας τη μητέρα της) χρησιμοποιώντας το ίδιο σερβίτσιο. Έλεγε τότε στους καλεσμένους της με μεγάλη χαρά : «το τραπέζι αυτό σας το κάνει η μαμά μου».
Ευχαριστούμε θερμά το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδoνίας και Θράκης και τη λαογράφο-μουσειολόγο, Ρένα Μπότσιου, για την συνδρομή τους στην έρευνα μας.
Φωτογραφίες: Νίκος Τσιόκας