Ο Βασίλης Καπτάνογλου γεννήθηκε στο Προκόπι της Καππαδοκίας το 1907. Στις αρχές του 1922 έφτασε στον Πειραιά με την μητέρα του και έμεινε μαζί με την οικογένεια του αδερφού του, που είχε φτάσει λίγους μήνες νωρίτερα, σε αυτοσχέδια παραπήγματα στα Ταμπούρια. Σε όλη του τη ζωή έπαιζε ούτι, το ούτι που έφερε μαζί του από το Προκόπι.
Στις παράγκες των Ταμπουρίων ο Βασίλης Καπτάνογλου γνώρισε την Ελένη Δήμου από τη Χηλή του Εύξεινου Πόντου. Πρόσφυγας και η ίδια είχε φτάσει στην Ελλάδα με τον πατέρα και τις δύο αδελφές της. Η εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που ήρθε από το Προκόπι ή τη Χηλή αποτελεί ένα αντικείμενο τεράστιας συναισθηματικής αξίας για τους απογόνους τους.
Ο Γιώργος Παπαγιοβάνογλου καταγόταν από το Σούγκουρλου και ασχολούνταν με το εμπόριο μαλλιού. Με την έναρξη των εχθροπραξιών στη Μικρά Ασία βρήκε καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης. Παντρεύτηκε με την Ταρσή Βλησίδου. Το 1943 ο γάμος έφερε δίδυμα. Τα βράδια στην κατεχόμενη πόλη υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας και συσκότιση. Με το φανάρι που η οικογένεια είχε φέρει από το Σούγκουρλου, η Ταρσή μαζί με τη γειτόνισσα πήγε στην κλινική Αναγνωστάκη, όπου και γέννησε.
Ο Γιώργος Παπαγιοβάνογλου, με την έναρξη των εχθροπραξιών στη Μικρά Ασία βρήκε καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας στο Σούγκουρλου τους δύο γιους του, οι οποίοι ενώθηκαν στη συνέχεια με την υπόλοιπη οικογένεια. Αφού πούλησαν όλο το απόθεμα μαλλιού ήρθαν στη Θεσσαλονίκη με μεγάλη οικοσκευή και αποταμιεύσεις σε τράπεζες της Αγγλίας. Στην πόλη εγκαταστάθηκαν σε μεγάλο τούρκικο σπίτι στην πλατεία Τερψιθέας στην Άνω Πόλη, το οποίο αγόρασαν.
Ο Οδυσσέας Παπαϊωάννου, το ένα από τα δίδυμα εγγόνια του Γιώργου Παπαγιοβάνογλου, μεγάλωσε στην Άνω Πόλη στο σπίτι της πλατείας Τερψιθέας, μέσα σε ένα πλούσιο περιβάλλον αλλά περιτριγυρισμένος από μεγάλη φτώχεια η οποία διαμόρφωσε την προσωπικότητά του. Για κάποια χρόνια έφυγε από το σπίτι. Εγκαταστάθηκε όμως πάλι σε αυτό, το συντήρησε και διέσωσε μέρος της οικοσκευής που είχε φέρει η οικογένεια του παππού του, ανάμεσα σε αυτά μια ταπισερί με ανατολίτικα θέματα.
Ο Γεώργιος Τρέχας και ο Κωνσταντίνος Ρασπίτσος γεννήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα στο Εγγλεζονήσι της Μικράς Ασίας, ενα μικρό νησί στον κόλπο της Σμύρνης με πληθυσμό γύρω στις 2.500 ανθρώπους, κυρίως χριστιανούς. Και οι δύο δούλευαν από πολλοί μικροί ως ψαράδες για να συντηρήσουν τις οικογένειες τους. Δυο πέτρινες μήτρες για αγγίστρια, τι οποίες σήμερα έχει ο εγγονός του Γιώργου, Κωνσταντίνος Τρέχας, αποτελούν δύο από τα λιγοστά υπάρχοντα που έφεραν μαζί τους.
Ο Γεώργιος Τρέχας, μαζί με το μικρό γιο του Δημήτρη και ο Κωνσταντίνος Ρασπίτσος ξανασυνατήθηκαν στον αυτοσχέδιο προσφυγικό συνοικισμό της Δραπετσώνας όπου και ξαναδημιούργησαν τις ζωές τους Νέα σπίτια, νέα καΐκια, νέες ζωές. Μια ξύλινη εικόνα της Παναγίας που σήμερα έχει στην κατοχή του ο εγγονός τους Κωνσταντίνος Τρέχας αποτελεί ένα από τα λιγοστά υπάρχοντα που έφεραν μαζί τους.
Αντικείμενα που οι πρόσφυγες μετέφεραν μαζί από την πατρίδα τους παρέμειναν χρηστικά για πολλά χρόνια και συνέχισαν τη «ζωή» τους με μία ελαφριά αλλαγή χρήσης. Ένα σαμοβάρι ως μουσλούκι (τενεκεδένιο δοχείο για αποθήκευση νερού) έφερε μαζί της η οικογένεια Παπαδοπούλου από τα Σούρμενα του Πόντου.
Η Ντίνα Παπαδοπούλου δεν έχει τίποτα από τη γιαγιά της τη σμυρνιά. Έφυγαν βιαστικά και μάλλον δεν πρόλαβαν να πάρουν πράγματα μαζί τους παρά μόνο λίρες ραμμένες μέσα στα ρούχα. Όταν, όμως, πέθανε η άλλη της γιαγιά, η Άρτεμη, και το σπίτι διαλύθηκε η Ντίνα ζήτησε και πήρε μια μικρή πορσελάνινη ζαχαριέρα, μοναδικό υλικό κατάλοιπο της οικογένειας και της ζωής που άφησαν πίσω τους.
Οι γυναίκες της Συνασού έφεραν μαζί τους τον Οκτώβριο του 1924 τις παραδοσιακές του φορεσιές, είχαν άλλωστε μεγάλη συναισθηματική και υλική αξία για τις ίδιες. Κάποιες τις φόρεσαν τα πρώτα τους χρόνια στην Ελλάδα, πριν «κρυφτούν» στις ντουλάπες του, για να παραχωρηθούν, συνήθως από του απογόνους τους στο Μουσείο του Σωματείου «Η Νέα Σινασός», όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα.
Οι νεαρές συνασίτισσες έφταναν στις κρήνες για να γεμίσουν τις στάμνες του με νερό που χρειάζονταν για την καθημερινή λειτουργία του σπιτιού τους. Για να προστατεύσουν από την φθορά τις φορεσιές τους που χρειάζονταν πολύ χρόνο και κόπο για να φτιαχτούν, τοποθετούσαν στον δεξί τους ώμο, το αρχαλέτσι, ένα χειροποίητο υφασμάτινο προστατευτικό που συνήθως δημιουργούσαν μόνες τους.
Το αρχαλέτσι ήταν άλλοτε πιο πλουμιστό και άλλοτε λιγότερο, με σχέδια, κεντήματα, φυλαχτά, χάντρες ή άλλα στολίδια. Η καθημερινή του χρήση, αλλά και το γεγονός ότι αποτελούσε ένα κομμάτι που μπορούσε να αποσπαστεί από την γυναικεία ενδυμασία έδινε στις δημιουργούς του την ελευθερία να σχεδιάσουν ένα έντονο αρχαλέτσι που θα συνοδεύει την παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία που ήταν συνήθως αρκετά σοβαρή και συντηρητική ως προς τα σχέδια και τα χρώματα.
Η Χαρούλα Παναγιωτίδου έχει διατηρήσει αντικείμενα της οικογένειας της μητέρας της. Συνεχίζει ακόμη και σήμερα να χρησιμοποιεί όλα αυτά τα αντικείμενα στην καθημερινότητα της και να μοιράζεται την ιστορία τους με τα παιδιά και τα εγγόνια της σε μια προσπάθεια να διατηρήσει ζωντανή την ιστορία της οικογένειά της και τις μνήμες από το σπίτι, το χωριό και κυρίως τη ζωή που άφησαν πίσω τους.
Ο Αλέξανδρος Ουσταμπασίδης και ο Αναστάσιος Πολυχρονιάδης, έλαβαν ειδική άδεια από την Επαναστατική Κυβέρνηση και το υπουργείο Υγιεινής, ναύλωσαν ένα καΐκι και ξεκίνησαν από την Θεσσαλονίκη την προσπάθεια να ενώσουν ξανά τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής τους και να συνδράμουν στην μετέγκαταστασή τους στην Μακεδονία. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, ο Αναστάσιος Πολυχρονιάδης βρήκε ξανά την οικογένειά του, την σύζυγο και τα δύο του παιδιά και επέστρεψαν όλοι μαζί στην Θεσσαλονίκη. Η σύζυγός του, Ελισάβετ Αλσάνογλου έφερε μαζί της μια ραπτομηχανή.
Η Ελισάβετ Αλσάνογλου έφερε μαζί της λιγοστά αντικείμενα που είχαν μεγάλη συναισθηματική ή χρηστική αξία, ενώ τα πιο πολύτιμα από τα τιμαλφή της τα είχε ήδη δώσει για να μπορέσει να «σωθεί» ο σύζυγός της. Στην κόρη της Μαρία πέρασαν μια ραπτομηχανή, μερικά κιλίμια, και ένα μικρό ασημένιο κουτάκι με τον Άγιο Γεώργιο. Αυτά σήμερα βρίσκονται στην κατοχή της εγγονής της Ελισάβετ, Μάρθας Καρπόζηλου.