096
Είδος:
είδη οικιακής χρήσης
Προέλευση:
Καζακστάν
Νίκος Πλούμης

Οι μπάμπουσκες από την «εξορία» στο Καζακστάν

Ο Χρήστος Κυριακίδης (1924-2019) και η Ελένη Χαραλαμπίδου (1931-2021) γεννήθηκαν στο Μπατούμι της σημερινής Γεωργίας. Οι οικογένειές τους είχαν μετεγκατασταθεί εκεί φεύγοντας από τη Σαντά (τουρκ. Dumanlı, ΝΑ της Τραπεζούντας) στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στο πλαίσιο των διωγμών που εξαπέλυσαν οι Νεότουρκοι κατά των Ποντίων. Οι γονείς τους μιλούσαν ποντιακά και τούρκικα, οι ίδιοι όμως, ζώντας πλέον στην ΕΣΣΔ, χρησιμοποιούσαν τα ρώσικα στην καθημερινότητά τους, διατηρώντας ωστόσο τη χρήση της ελληνικής εντός της κοινότητας. Στο Μπατούμι, όπου μεγάλωσαν και γνωρίστηκαν, ζούσαν μια σχετικά άνετη αγροτική ζωή.

Το 1948, λόγω των βίαιων μαζικών εκτοπίσεων του σταλινικού καθεστώτος, βρέθηκαν μαζί με τις οικογένειές τους στο Καζακστάν, αρχικά στο Περβαμάισκ και στη συνέχεια στο χωριό Παχταράλ, μια άγονη περιοχή βόρεια της Τασκένδης. Εκεί συγκατοικούσαν με Ουζμπέκους, Ιρανούς, Τατάρους, Αφγανούς και άλλα έθνη της κεντρικής Ασίας. Καλλιεργούσαν κρατικές βαμβακοφυτείες έναντι χαμηλού μισθού, και κατείχαν μικρό κλήρο που τους διέθεσε η κυβέρνηση. Αργότερα κατάφεραν να αποκτήσουν μερικά ζώα αγροκτήματος, ενώ η Ελένη ειδικεύτηκε ως νοσοκόμα σε πολυκλινική που ιδρύθηκε στο χωριό. Στο Παχταράλ γεννήθηκαν τα τρία παιδιά τους, που είχαν ως μητρική γλώσσα τη ρωσική και γνώριζαν μόνο λίγα ποντιακά από τους παππούδες τους. Η ζωή στο Καζακστάν ήταν δύσκολη και σκληρή. Παρόλο που δεν στερούνταν τα προς το ζην, το βιοτικό τους επίπεδο ήταν αισθητά χειρότερο από ό,τι στο Μπατούμι. Για το λόγο αυτό αλλά και εξαιτίας της ανασφάλειας που ένιωθαν απέναντι στη σοβιετική εξουσία, επιθυμούσαν να έρθουν στην Ελλάδα, την οποία αντιλαμβάνονταν ως πατρίδα τους. Μετά από μερικές αποτυχημένες απόπειρες, κατάφεραν να φύγουν από το Καζακστάν το 1967. Έμειναν για μικρό διάστημα σε συγγενείς τους στη Μόσχα απ’ όπου αναχώρησαν με τρένο για την Οδησσό, φτάνοντας εν τέλει στο λιμάνι του Πειραιά λίγες εβδομάδες πριν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. 

Αρχικά έμεναν μαζί με 2 ακόμα συγγενικές οικογένειες, που είχαν φτάσει νωρίτερα, στην Παλιά Κοκκινιά. Μετά από μερικά χρόνια κατάφεραν να αγοράσουν δικό τους σπίτι στη Γούβα του Βάβουλα στον Πειραιά. Μέχρι και τη συνταξιοδότησή τους εργάζονταν, η Ελένη ως νοσοκόμα σε διάφορα νοσοκομεία της Αθήνας και ο Χρήστος  ως μαραγκός σε ξυλουργείο και περιστασιακά ως οικοδόμος. Δεδομένης της πολιτικής κατάστασης τα πρώτα χρόνια, απέφευγαν να μιλούν ρώσικα εκτός σπιτιού και βασίστηκαν στο ποντιακό ιδίωμα. Μόνο τα παιδιά τους όμως, ηλικίας 6, 15 και 17 ετών κατά την άφιξή τους, κατέκτησαν πλήρως τα ελληνικά, αν και συνέχισαν να συνομιλούν μεταξύ τους και με τους γονείς τους στα ρώσικα ή τα ποντιακά. 

Στις αποσκευές τους περιέχονταν μαγειρικά σκεύη αλλά και οι διακοσμητικές  μπάμπουσκες (matryoshki). Σήμερα τα αντικείμενα αυτά βρίσκονται στην κατοχή των απογόνων τους που τα διαφυλάσσουν ως κειμήλια της οικογενειακής τους ιστορίας. Για τα παιδιά τους αποτελούν γλυκόπικρη ανάμνηση της εξορίας, που κι αυτά έζησαν, ενώ για τα εγγόνια τους απτή υπενθύμιση ότι οι παππούδες και οι γονείς  τους ήρθαν σε αυτή τη χώρα ως μετανάστες, έστω και αν τα επίσημα έγγραφά τους ανέφεραν «επαναπατρισθέντες». 

Σύνταξη περιγραφής αντικειμένου: Νίκος Πλούμης