Ο Βασίλης Καπτάνογλου γεννήθηκε στο Προκόπι της Καππαδοκίας το 1907. Στις αρχές του 1922 έφτασε στον Πειραιά με την μητέρα του και έμεινε μαζί με την οικογένεια του αδερφού του, που είχε φτάσει λίγους μήνες νωρίτερα, σε αυτοσχέδια παραπήγματα στα Ταμπούρια. Σε όλη του τη ζωή έπαιζε ούτι, το ούτι που έφερε μαζί του από το Προκόπι.
Στις παράγκες των Ταμπουρίων ο Βασίλης Καπτάνογλου γνώρισε την Ελένη Δήμου από τη Χηλή του Εύξεινου Πόντου. Πρόσφυγας και η ίδια είχε φτάσει στην Ελλάδα με τον πατέρα και τις δύο αδελφές της. Η εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που ήρθε από το Προκόπι ή τη Χηλή αποτελεί ένα αντικείμενο τεράστιας συναισθηματικής αξίας για τους απογόνους τους.
Ο Γιώργος Παπαγιοβάνογλου καταγόταν από το Σούγκουρλου και ασχολούνταν με το εμπόριο μαλλιού. Με την έναρξη των εχθροπραξιών στη Μικρά Ασία βρήκε καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης. Παντρεύτηκε με την Ταρσή Βλησίδου. Το 1943 ο γάμος έφερε δίδυμα. Τα βράδια στην κατεχόμενη πόλη υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας και συσκότιση. Με το φανάρι που η οικογένεια είχε φέρει από το Σούγκουρλου, η Ταρσή μαζί με τη γειτόνισσα πήγε στην κλινική Αναγνωστάκη, όπου και γέννησε.
Ο Γιώργος Παπαγιοβάνογλου, με την έναρξη των εχθροπραξιών στη Μικρά Ασία βρήκε καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας στο Σούγκουρλου τους δύο γιους του, οι οποίοι ενώθηκαν στη συνέχεια με την υπόλοιπη οικογένεια. Αφού πούλησαν όλο το απόθεμα μαλλιού ήρθαν στη Θεσσαλονίκη με μεγάλη οικοσκευή και αποταμιεύσεις σε τράπεζες της Αγγλίας. Στην πόλη εγκαταστάθηκαν σε μεγάλο τούρκικο σπίτι στην πλατεία Τερψιθέας στην Άνω Πόλη, το οποίο αγόρασαν.
Ο Οδυσσέας Παπαϊωάννου, το ένα από τα δίδυμα εγγόνια του Γιώργου Παπαγιοβάνογλου, μεγάλωσε στην Άνω Πόλη στο σπίτι της πλατείας Τερψιθέας, μέσα σε ένα πλούσιο περιβάλλον αλλά περιτριγυρισμένος από μεγάλη φτώχεια η οποία διαμόρφωσε την προσωπικότητά του. Για κάποια χρόνια έφυγε από το σπίτι. Εγκαταστάθηκε όμως πάλι σε αυτό, το συντήρησε και διέσωσε μέρος της οικοσκευής που είχε φέρει η οικογένεια του παππού του, ανάμεσα σε αυτά μια ταπισερί με ανατολίτικα θέματα.
Ο Γεώργιος Τρέχας και ο Κωνσταντίνος Ρασπίτσος γεννήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα στο Εγγλεζονήσι της Μικράς Ασίας, ενα μικρό νησί στον κόλπο της Σμύρνης με πληθυσμό γύρω στις 2.500 ανθρώπους, κυρίως χριστιανούς. Και οι δύο δούλευαν από πολλοί μικροί ως ψαράδες για να συντηρήσουν τις οικογένειες τους. Δυο πέτρινες μήτρες για αγγίστρια, τι οποίες σήμερα έχει ο εγγονός του Γιώργου, Κωνσταντίνος Τρέχας, αποτελούν δύο από τα λιγοστά υπάρχοντα που έφεραν μαζί τους.
Ο Γεώργιος Τρέχας, μαζί με το μικρό γιο του Δημήτρη και ο Κωνσταντίνος Ρασπίτσος ξανασυνατήθηκαν στον αυτοσχέδιο προσφυγικό συνοικισμό της Δραπετσώνας όπου και ξαναδημιούργησαν τις ζωές τους Νέα σπίτια, νέα καΐκια, νέες ζωές. Μια ξύλινη εικόνα της Παναγίας που σήμερα έχει στην κατοχή του ο εγγονός τους Κωνσταντίνος Τρέχας αποτελεί ένα από τα λιγοστά υπάρχοντα που έφεραν μαζί τους.
Αντικείμενα που οι πρόσφυγες μετέφεραν μαζί από την πατρίδα τους παρέμειναν χρηστικά για πολλά χρόνια και συνέχισαν τη «ζωή» τους με μία ελαφριά αλλαγή χρήσης. Ένα σαμοβάρι ως μουσλούκι (τενεκεδένιο δοχείο για αποθήκευση νερού) έφερε μαζί της η οικογένεια Παπαδοπούλου από τα Σούρμενα του Πόντου.
Η Ντίνα Παπαδοπούλου δεν έχει τίποτα από τη γιαγιά της τη σμυρνιά. Έφυγαν βιαστικά και μάλλον δεν πρόλαβαν να πάρουν πράγματα μαζί τους παρά μόνο λίρες ραμμένες μέσα στα ρούχα. Όταν, όμως, πέθανε η άλλη της γιαγιά, η Άρτεμη, και το σπίτι διαλύθηκε η Ντίνα ζήτησε και πήρε μια μικρή πορσελάνινη ζαχαριέρα, μοναδικό υλικό κατάλοιπο της οικογένειας και της ζωής που άφησαν πίσω τους.
Οι γυναίκες της Συνασού έφεραν μαζί τους τον Οκτώβριο του 1924 τις παραδοσιακές του φορεσιές, είχαν άλλωστε μεγάλη συναισθηματική και υλική αξία για τις ίδιες. Κάποιες τις φόρεσαν τα πρώτα τους χρόνια στην Ελλάδα, πριν «κρυφτούν» στις ντουλάπες του, για να παραχωρηθούν, συνήθως από του απογόνους τους στο Μουσείο του Σωματείου «Η Νέα Σινασός», όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα.
Οι νεαρές συνασίτισσες έφταναν στις κρήνες για να γεμίσουν τις στάμνες του με νερό που χρειάζονταν για την καθημερινή λειτουργία του σπιτιού τους. Για να προστατεύσουν από την φθορά τις φορεσιές τους που χρειάζονταν πολύ χρόνο και κόπο για να φτιαχτούν, τοποθετούσαν στον δεξί τους ώμο, το αρχαλέτσι, ένα χειροποίητο υφασμάτινο προστατευτικό που συνήθως δημιουργούσαν μόνες τους.
Το αρχαλέτσι ήταν άλλοτε πιο πλουμιστό και άλλοτε λιγότερο, με σχέδια, κεντήματα, φυλαχτά, χάντρες ή άλλα στολίδια. Η καθημερινή του χρήση, αλλά και το γεγονός ότι αποτελούσε ένα κομμάτι που μπορούσε να αποσπαστεί από την γυναικεία ενδυμασία έδινε στις δημιουργούς του την ελευθερία να σχεδιάσουν ένα έντονο αρχαλέτσι που θα συνοδεύει την παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία που ήταν συνήθως αρκετά σοβαρή και συντηρητική ως προς τα σχέδια και τα χρώματα.
Η Χαρούλα Παναγιωτίδου έχει διατηρήσει αντικείμενα της οικογένειας της μητέρας της. Συνεχίζει ακόμη και σήμερα να χρησιμοποιεί όλα αυτά τα αντικείμενα στην καθημερινότητα της και να μοιράζεται την ιστορία τους με τα παιδιά και τα εγγόνια της σε μια προσπάθεια να διατηρήσει ζωντανή την ιστορία της οικογένειά της και τις μνήμες από το σπίτι, το χωριό και κυρίως τη ζωή που άφησαν πίσω τους.
Ο Αλέξανδρος Ουσταμπασίδης και ο Αναστάσιος Πολυχρονιάδης, έλαβαν ειδική άδεια από την Επαναστατική Κυβέρνηση και το υπουργείο Υγιεινής, ναύλωσαν ένα καΐκι και ξεκίνησαν από την Θεσσαλονίκη την προσπάθεια να ενώσουν ξανά τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής τους και να συνδράμουν στην μετέγκαταστασή τους στην Μακεδονία. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, ο Αναστάσιος Πολυχρονιάδης βρήκε ξανά την οικογένειά του, την σύζυγο και τα δύο του παιδιά και επέστρεψαν όλοι μαζί στην Θεσσαλονίκη. Η σύζυγός του, Ελισάβετ Αλσάνογλου έφερε μαζί της μια ραπτομηχανή.
Η Ελισάβετ Αλσάνογλου έφερε μαζί της λιγοστά αντικείμενα που είχαν μεγάλη συναισθηματική ή χρηστική αξία, ενώ τα πιο πολύτιμα από τα τιμαλφή της τα είχε ήδη δώσει για να μπορέσει να «σωθεί» ο σύζυγός της. Στην κόρη της Μαρία πέρασαν μια ραπτομηχανή, μερικά κιλίμια, και ένα μικρό ασημένιο κουτάκι με τον Άγιο Γεώργιο. Αυτά σήμερα βρίσκονται στην κατοχή της εγγονής της Ελισάβετ, Μάρθας Καρπόζηλου.
Η οικογένεια της Κυριακούλας Μόσχου έφερε μαζί της ελάχιστα αντικείμενα, κυρίως εικονίσματα. Τα εικονίσματα αυτά είχαν μεγάλη αξία για τους ιδιοκτήτες τους και έγινα γρήγορα αντικείμενα – σύμβολα για ολόκληρη τη γειτονιά. Αντικείμενα που έδιναν ελπίδα και κουράγιο στις δυσκολίες της ζωής των προσφύγων, που συμβόλιζαν όχι μόνο την πίστη στο Θεό, αλλά και την αλληλεγγύη και το νοιάξιμο μεταξύ των κατοίκων του συνοικισμού.
Η ραπτομηχανή -που συνεχίζει να δουλεύει- κρύβει την ιστορία της μετακίνησης της οικογένειας Μιχαηλίδου από τον Πόντο, στη Ρωσία και στη συνέχεια στην Ελλάδα. Ένα αντικείμενο βαρύ και δύσκολο στη μεταφορά του, με μεγάλη όμως συμβολική και πρακτική αξία επέλεξε η Αναστασία Μιχαηλίδου να φέρει μαζί της αναδεικνύοντας πτυχές της πρακτικότητας και των χρηστικών επιλογών που κάνουν οι μετακινούμενοι κάθε περιόδου.
Η εικόνα του Αγίου Ελευθερίου υπάρχει στα Χανιά μισή. Μπορεί κανείς να δει το μισό σώμα ενός αγίου με ενδύματα μπλε, πράσινο, κόκκινο και λευκό και στο χέρι ένα σκήπτρο. Το πρόσωπο του αγίου δεν φαίνεται, αλλά διασώζεται το όνομα «Ελευθέριος». Το ξύλο πάνω στο οποίο έχει αγιογραφηθεί η μορφή είναι σκισμένο στη μέση.
Η οικογένεια Ρακοπούλου, από την πλευρά του πατέρα της Γωγώς, ήρθαν από την Προύσα. Από τη Σμύρνη έφυγε η οικογένεια της μητέρας της Γωγώς. Το επώνυμο με το οποίο έφυγαν είναι σήμερα άγνωστο, με την άφιξή τους στα Χανιά υιοθέτησαν το επώνυμο Τσιχλάκη. Οι τέσσερις εικόνες ταξίδεψαν μαζί τους και, μετά την εγκατάστασή τους, κοσμούσαν τα σπίτια των ίδιων των προσφύγων κι έπειτα των επόμενων γενιών.
Η Ουρανία Σταματιάδου-Κουτσογιάννη, εγγονή της συνονόματης γιαγιάς της, είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός και πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Το Εγγλεζονήσι». Με περισσή γενναιοδωρία μοιράζεται τις ιστορίες της οικογένειάς της και των υπόλοιπων εγγλεζονησιωτών. Πλάι στις ιστορίες αυτές σε μια μικρή βιτρίνα του Συλλόγου έχει αποθέσει δύο μικρά ανθοδοχεία που κατάφεραν να φέρουν μαζί τους οι δικοί της.
Ένας ασημένιος δίσκος, δυο μικρά ανθοδοχεία, και ένα ασημένιο φλασκί με ανάγλυφη την εικόνα του Αγίου Γεωργίου είναι όλα όσα κατάφεραν να φέρουν μαζί τους οι πρόσφυγες παππούδες της Ουρανίας Σταματιάδου-Κουτσογιάννη. Τα αντικείμενα αυτά για την ίδια είναι κομμάτι της ιστορίας της οικογένειά της αλλά και όλων των προσφύγων και πιστεύει ότι η αξία τους βρίσκεται στο μοίρασμα της ιστορίας αυτής και στη διάσωσή της.
Για την Ουρανία Σταματιάδου-Κουτσογιάννη η ιστορία των παππούδων της, ο τόπος καταγωγής τους, η Έξοδος και η νέα ζωή που έστησαν στα προσφυγικά τετράγωνα της Νέας Ιωνίας είναι για την ίδια όχι μόνο το παρελθόν της οικογένειάς της, αλλά κομμάτι της ιστορίας του μικρασιατικού ελληνισμού, της προσφυγικής μετακίνησης του 1922 και των νέων προσφυγικών συνοικισμών που ξεπήδησαν σε όλη τη χώρα.
Το σερβίτσιο, κατασκευασμένο στη Βαυαρία, το είχε αγοράσει ο Πανάρετος στην Κωνσταντινούπολη και το έκανε δώρο στη Φωτεινή που ήθελε ένα σερβίτσιο για να κάνει τραπέζια όπως οι φίλες της. Είχε ιδιαίτερη διακόσμηση με χρυσάνθεμα ενώ τα περισσότερα σερβίτσια της εποχής ήταν διακοσμημένα με τριαντάφυλλα.
Από το μπακάλικο στον Πόντο, στο Βατούμ και από εκεί πλανόδιος μανάβης στον Πειραιά, ο Γεώργιος Τσουχνικάς πήρε δυο φορές τον δρόμο της προσφυγιάς με την οικογένειά του, κουβαλώντας μαζί του λιγοστά αντικείμενα. Τα ζύγια της ζυγαριάς του ήταν ανάμεσα σε αυτά, εργαλείο δουλειάς αλλά και ανάμνηση από τα μαγαζιά που κάθε φορά άφηνε πίσω του και ελπίδα για μια νέα χρήση στη νέα ζωή.
O Σάββας Λεπτουργίδης, συνταξιούχος δημοσιογράφος γεννήθηκε το 1948 στο Νοσοκομείο των Αμερικανίδων Κυριών στην Κοκκινιά, μεγάλωσε και συνεχίζει να ζει στο Κερατσίνι, στην προσφυγική γειτονιά της Αμφιάλης. Η εικόνα του Αγίου Σάββα είναι ένα κομμάτι από το παρελθόν του ίδιου και της οικογένειάς του και ταυτόχρονα ένα κομμάτι του πολιτισμού του τόπου του.
Πρόσφυγες από την Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας έφτασαν στο Ηράκλειο της Κρήτης και ίδρυσαν τον ομώνυμο συνοικισμό της Νέας Αλικαρνασσού. Δύο ναοί καλύπτουν τις ανάγκες της, του Αγίου Νικολάου και ο μεταγενέστερος ναός της Παναγίας Καμαριανής. Η θεμελίωση του ναού του Αγίου Νικολάου πραγματοποιήθηκε με την άφιξη των προσφύγων και το αρχικό κτίριο ήταν ξύλινο.
Το Μουσείο της Μέριμνας Ποντίων Κυριών με τίτλο «Κεντώντας τη μνήμη» εγκαινιάστηκε το 2005. Ανάμεσα στα αντικείμενα της συλλογής του, αρκετά που ήρθαν από τον Πόντο και τη Ρωσία και που διέτρεξαν τον χώρο και τον χρόνο, βρίσκεται μία κεντητή βουρτσοθήκη της Ελισάβετ Θεοδωρίδου (το γένος Γραμματικοπούλου) που ήρθε από το Καρς της Ρωσίας.
Το Μουσείο της Μέριμνας Ποντίων Κυριών με τίτλο «Κεντώντας τη μνήμη» εγκαινιάστηκε το 2005. Ανάμεσα στα αντικείμενα της συλλογής του, αρκετά που ήρθαν από τον Πόντο και τη Ρωσία και που διέτρεξαν τον χώρο και τον χρόνο, βρίσκεται ένα κέντημα, γνωστό ως Κουρτινάκι ή Κειμήλιο, που λειτουργούσε ως ένα από τα δύο φύλλα παραπετάσματος εικονοστασίου που ήρθε από την περιοχή της Τραπεζούντας σε σχήμα λαχούρ (συνήθες στον Πόντο).
Το Μουσείο της Μέριμνας Ποντίων Κυριών με τίτλο «Κεντώντας τη μνήμη» εγκαινιάστηκε το 2005. Ανάμεσα στα αντικείμενα της συλλογής του, αρκετά που ήρθαν από τον Πόντο και τη Ρωσία και που διέτρεξαν τον χώρο και τον χρόνο, βρίσκεται μία ραπτομηχανή singer που χρησιμοποιήθηκε από το 1911 στην Τραπεζούντα και μετά στη Θεσσαλονίκη.
Στο χώρο των γραφείων του Πολιτιστικού Σύλλογου Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Το Εγγλεζονήσι» φιλοξενείται μία μικρή έκθεση με οικιακά αντικείμενα και λευκά είδη που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες εγγλεζονησιώτες. Νυφικά χειροποίητα «ασπρόρουχα» κεντημένα με βελόνα από χασέ και καθημερινά «ασπρόρουχα» από κάμποτο βρίσκονται στις βιτρίνες του συλλόγου.
Στο χώρο των γραφείων του Πολιτιστικού Συλλόγου Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Το Εγγλεζονήσι» φιλοξενείται μία μικρή έκθεση με οικιακά αντικείμενα και λευκά είδη που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες εγγλεζονησιώτες. Αναμεσά τους τα χειροποίητα κεντήματα και προικιά των κοριτσιών και των γυναικών.
Ένα μικρό καμινέτο, φλιτζανάκια και κεντημένα πιατάκια που διέσχισαν το Αιγαίο και έφτασαν στην Νέα Ιωνία του Βόλου δωρήθηκαν από τους κατόχους τους στον Πολιτιστικό Σύλλογο Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Το Εγγλεζονήσι», για να αποτελέσουν τμήμα του κοινού τους παρελθόντος και της προσπάθειάς τους να διατηρήσουν τις μνήμες και την ιστορία τους.
Η οικογένεια ήρθε στην Ελλάδα το 1922. Στη Θεσσαλονίκη ο Αναστάσιος Μαλκότσης (1869-1957) συνέχισε να ασκεί την ιατρική στην περιοχή του Αγίου Φανουρίου Τούμπας. Πήρε μαζί του από την Πάνορμο το δερμάτινο ιατρικό βαλιτσάκι του, ιατρικά εργαλεία και σύνεργα (ψαλίδια, λαβίδες, φιαλίδια, σύριγγες, βελόνες, σταγονόμετρα) και την μπρούντζινη πινακίδα που είχε στο ιατρείο του, η οποία αναγράφει στα ελληνικά και στα αρμενικά το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητά του.
Η Αθήνα, χήρα με μια κόρη –τη Χρυσούλα (γεν. 1913) – φορώντας την παραδοσιακή της φορεσιά φτάνει μεταξύ του 1914-1918, μετά από τους διωγμούς στην Ανατολική Θράκη στην Κατάλτζα (σημερινή ονομασία Χωριστή Δράμας). Το ταξίδι της ξεκίνησε από το Σχολάρι, μετά το θάνατο του στρατιώτη άντρα της σε μάχη. Η εγγονή της Αθηνά Χορόζη τη θυμάται να φοράει βράκα και να αφηγείται συχνά: «με έδιωξαν από το σπίτι μου, με τη βράκα που φορούσα! Στις τσέπες μου έκρυψα ό,τι άξιζε και τη Χρυσούλα τύλιξα στη μπάντα με το άρμα».
Η Χριστίνα Παυλιόγλου δεν ξέρει λεπτομέρειες για την εικόνα παρά μόνο θυμάται πως η μητέρα της την θεωρούσε θαυματουργή και ότι υπήρχε μια ασαφής οικογενειακή ιστορία γύρω από μια φωτιά στο σπίτι όπου η εικόνα σώθηκε. Για την ίδια το προσφυγικό παρελθόν της οικογένειάς της είναι ένα κομμάτι του δικού της παρελθόντος αλλά κυρίως είναι τμήμα της ιστορίας της μετακίνησης, των δυσκολιών, των προβλημάτων και της βίας με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι άνθρωποι που αναγκάζονται να αφήσουν το σπίτι και τον τόπο τους.
Η γιαγιά από τη μεριά της μητέρας μου, ηρωίδα από τις «χίλιες και μία νύχτες», η Ναρίνα, το όνομά της, Μαρία επί το ελληνικότερον, ήρθε από την Γιοζγάτη της Καισάρειας με τον παππού τον Συμεών, έμπορο γουναρικών και χαλιών σε όλη την Ευρώπη. Ηρθαν μέσω Κωνσταντινούπολης, αφήνοντας στο πέρασμά τους συγγενείς στην Καβάλα, στην Θεσσαλονίκη, τον Βασίλη Κατεμίδη και την Ιερουσαλήμ. Στον Βόλο, στη Νέα Ιωνία, τους θείους Βέτα και Γιώργο Δοξόπουλο.
Παρότι κανένας θεσμός δεν θα επιβίωνε πραγματικά στην νέες συνθήκες μετά την Έξοδο και την εγκατάσταση στην Ελλάδα οι Συνασίτες και οι Συνασίτισες στην νέα πατρίδα πέρα από τα προσωπικά τους αντικείμενα φρόντισαν και μετέφεραν με φροντίδα και μια σειρά κοινοτικά αντικείμενα και κατάστιχα. Οι τρεις σφραγίδες που μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα παρότι δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν μαρτυρούν την οργάνωση που άφησαν πίσω τους αλλά και τη σημασία που είχε για τους ίδιους.
Το Σάββατο, 28 Μαΐου 2022, η Αδελφότητα Μικρασιατών Χανίων πραγματοποίησε μία από τις εκδηλώσεις της για την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή: τη λειτούργηση των εικόνων που είχαν φέρει μαζί τους οι πρόσφυγες πρόγονοί τους. Η επιλογή του ναού του Αγίου Νικολάου δεν ήταν τυχαία. Ο Άγιος Νικόλαος είναι ο κεντρικός ναός της Σπλάντζιας, της περιοχής στην καρδιά της πόλης που δέχτηκε μεγάλο αριθμό προσφύγων για μόνιμη εγκατάσταση, μιας και είχε πλήθος σπιτιών μουσουλμάνων που είχαν ήδη αποχωρήσει.
Οι εικόνες αυτές εκπληρώνουν δύο στόχους, σύμφωνα με την Αδελφότητα. Αφενός, είναι τεκμήρια της θρησκευτικότητας των Μικρασιατών προσφύγων τα χρόνια που ζούσαν στη Μικρά Ασία, αλλά και όσα ακολούθησαν μετά στην Ελλάδα. Αφετέρου, συνδέουν τους απογόνους με την πατρίδα των παππούδων και των γιαγιάδων τους.
Βρεφοκρατούσα, κεχαριτωμένη, ελεούσα, ζωοδόχος, θρηνούσα, φιλάνθρωπος, πονεμένη, παναγία είναι λίγα μόνο από τα πολλά επίθετα που αποδίδονται στην «μήτηρ θεού», στην Μαρία. Τα μέλη της Αδελφότητας Μικρασιατών Χανίων «Ο Άγιος Πολύκαρπος», απόγονοι προσφυγικών οικογενειών, συντηρούν τις εικόνες που έφεραν μαζί τους οι Μικρασιάτες παππούδες και γιαγιάδες τους.
Η Ευτέρπη Μαρκή, κόρη του Επαμεινώνδα και της Ολυμπίας Αντωνίου από την Κορησσό Καστοριάς, αφηγήθηκε στην Αρετή Κονδυλίδου ότι η οικογένεια έφερε αρκετό βιος μαζί της. Αυτά που έμειναν είναι ορισμένα μπακιρένια σκεύη και τρία «πολύτιμα» αντικείμενα, αναμεσά τους μία μπρούντζινη λάμπα πετρελαίου, την οποία θεωρεί το πιο πολύτιμο αντικείμενο του σπιτιού της και για την οποία καμαρώνει.
Ο Επαμεινώνδας Μαρκής γεννήθηκε στην Πάνορμο της Μικράς Ασίας το 1901. Δεν τελείωσε το σχολείο γιατί χτυπούσε με βόλους τον δάσκαλο του. Πήγε μαθητευόμενος στο Κοντοσκάλι σε έναν μαραγκό, στον οποίο ο πατέρας του έδωσε δικαίωμα ζωής και θανάτου. Το 1917 κλήθηκε να υπηρετήσει στον οθωμανικό στρατό. Απέφυγε τη θητεία επιλέγοντας να δουλέψει στα ορυχεία
Η Άννα Δράνια δώρισε στο μικρό μουσείο του Σωματείου «Η Νέα Σινασός» τα χαϊμαλιά του αλόγου, το καμουτσίκι και το καπέλο του προπάππου της Ανδρέα Χατζηθεοφάνους που έφτασε στην Ελλάδα ως ανταλλάξιμος πρόσφυγας το 1924. Έφτασε μαζί με όλη του την οικογένεια στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Ύδρα, αφήνοντας πίσω του μια ευκατάστατη και άνετη ζωή την οποία προσπάθησε να δημιουργήσει εκ νέου στην Ελλάδα.
Ο Νικόλαος Πεμπές γεννήθηκε γύρω στα 1880 στην Συνασό. Παντρεύτηκε τη συντοπίτισσα του Βασιλική Λαδοπούλου. Ο Νικόλαος εργαζόταν στην Κωνσταντινούπολη, όπως οι περισσότεροι συνασίτες, και επισκέπτονταν την οικογένεια του που είχε παραμείνει στην Συνασό. Απέκτησαν μαζί 3 παιδιά, τον Λάζαρο το 1906, τον Γαβριήλ και το Θεολόγο το 1915. Η Βασιλική απεβίωσε στη γέννα του
Σε αυτές τις στιγμές χαράς στο σπίτι του Λάζαρου θυμάται η ανιψιά του Βάσω Πεμπέ να ηχεί και το ντέφι που είχε φέρει μαζί του από την Συνασο. Ο «θείος Λάζαρος ήταν γλεντζές, το σπίτι του ήταν πάντα ανοιχτό». Όταν η δεύτερη σύζυγός του της χάρισε το ντέφι, αμέσως της ήρθαν οι μνήμες από τις γιορτές και τα γλέντια της οικογένειάς της.
Η οικογένεια του Χαράλαμπου Σαραντίδη και της Δέσποινας Νικολαΐδου ζούσε στην κωμόπολη Άγιος Κωνσταντίνος στην επαρχία της Καισάρειας, η οποία αποτελούσε τοπικό εμπορικό και οικονομικό κέντρο. Στις 15 Μαρτίου 1914 γεννήθηκε το πρώτο παιδί της οικογένειας, το οποίο αντιμετώπισε αμέσως σοβαρά προβλήματα υγείας και θεωρήθηκε ότι θα πέθαινε. Για το λόγο αυτό αποφάσισαν οι γονείς του να τον βαφτίσουν. Το «πιστοποιητικό γεννήσεως και βαπτίσεως» του Αντώνη Σαραντίδη φέρει ημερομηνία 20 Μαρτίου 1914, πέντε μόλις ημέρες μετά τη γέννηση του.
Οι συγκεκριμένοι μποχτσάδες αποτελούνται από συραμμένα μεταξύ τους βαμβακερά υφάσματα, ενισχυμένα με φόδρα για μεγαλύτερη αντοχή. Σήμερα δεν διασώζονται πολλοί παρόμοιοι. Αποτέλεσαν όμως το κυριότερο μέσο μεταφοράς αντικειμένων για πάρα πολλά χρόνια και εντοπίζονται συχνά στις φωτογραφίες που τεκμηρίωσαν την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Στις 2 Οκτωβρίου του 1924, ακολουθώντας τους όρους της Συνθήκης της Λοζάνης, η Αγγελική Σεχνεδοπούλου, τα τρία της παιδιά και η πεθερά της Νυμφοδώρα Χατζηθεοδωρίδου, άφησαν το σπίτι τους, και έχοντας «7 μπάλες» μαζί τους, 7 μπόγους όπου χώρεσαν μέσα τους τα πιο χρήσιμα και τα πιο πολύτιμα αντικείμενα τους από τη Συνασό, έφτασαν στη Μερσίνα, επιβιβάστηκαν στο πλοίο Δεστούνης και ταξίδεψαν για την Ελλάδα. Το πλοίο αποβίβασε τους μισούς πρόσφυγες στην Εύβοια και τους άλλους μισούς στον Πειραιά.
Τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου όλη η οικογένεια επιβιβάστηκε σε πλοίο από την ξύλινη αποβάθρα των σιδηροδρόμων στην Πούντα. Έφτασαν στη Μυτιλήνη και από εκεί κατευθύνθηκαν στη Λήμνο, τόπο καταγωγής του Χαράλαμπου Τσαρδανίδη. Ένα χρόνο αργότερα έφτασαν στο Πειραιά, έμειναν για ένα χρόνο πίσω από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας και στη συνέχεια μετακόμισαν στην Άνω Κυψέλη ενώ η οικογένεια εγκαταστάθηκε οριστικά στη πλατεία Κολιάτσου το 1926. Σε όλη αυτή τη περιπλάνηση η εικόνα του Ευαγγελισμού συντρόφευε και προστάτευε τη γιαγιά Κοραλία και την οικογένειά της.
Το γνέσιμο του μαλλιού αποτελεί κύριο στάδιο της υφαντικής προεργασίας. Ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία, μια εργασία που απαιτούσε πολύ υπομονή, προκειμένου να παραχθεί λεπτό νήμα. Το γνέσιμο γινόταν με τρία κλωστικά εργαλεία: τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι, ενώ τύλιγαν τη κλωστή ώστε να γίνει κουλούρα χρησιμοποιώντας το «τυλιγάδι».
Στους μπόγους και στα μπαούλα των συνασίτων, όπως και όλων των προσφύγων που έφυγαν σχετικά οργανωμένα λόγω της συνθήκης της Λοζάνης τοποθετήθηκαν τα πιο χρηστικά αντικείμενα και τα πιο πολύτιμα σε αξία υλική ή σε συναισθηματική. Τα καθημερινά είδη του σπιτιού ήταν ανάμεσα στα αντικείμενα αυτά. Ποτηράκια του καφέ, μπρίκια, μύλοι, πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα, μπακιρένιες γαβάθες και πιατέλες είναι τα πιο συνηθισμέσμενα από τα αντικείμενα που εντοίζουμε στα σπίτια των απογόνων τους ακόμα και σήμερα.
Τα δύο ξύλινα ντόμινο που βρίσκονται στο μικρό μουσείο του Σωματείου «Η Νέα Σινασός» ήρθαν στην Ελλάδα μαζί με τις αποσκευές των ανταλλάξιμων προσφύγων κατόχων τους. Ένα παιχνίδι επιλέχθηκε να ταξιδέψει μαζί με τα πιο πολύτιμα και χρηστικά αντικείμενα που έφεραν μαζί τους. Μοιάζει περίεργο μιας και δεν γνωρίζουμε τους αρχικούς τους κατόχους αλλά κυρίως τους λόγους της επιλογής να ταξιδέψει στον νέο τόπο εγκατάστασης.
«Κιζ-Κιλίμ. Αγοράσθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1924 από έναν γέρο πρόσφυγα Μικρασιάτη από προικιό. Ήταν η συνήθεια εκεί τότε. Το κιλίμι ύφαναν όλες οι φίλες της νύφης και η κάθε μία προσέθετε για ενθύμιο ένα κουρελάκι από το φόρεμά της ή μαλλιά της κεφαλής της ή φτερό από το αγαπημένο της πουλάκι ή μια χάνδρα για γούρι». Το σύντομο χειρόγραφο σημείωμα της Χρυσηίδας (Λου) Πιερράκου (το γένος Βατικιώτη) αποτυπώνει την προέλευση και την αρχή της μακράς διαδρομής του χειροποίητου αυτού χαλιού.
Ρούχα, νυχτικά, φορέματα, κλινοσκεπάσματα, δόθηκαν ως κειμήλια χρόνια αργότερα στο Σπίτι των Μικρασιατών που συντηρεί στα Χανιά η Αδελφότητα Μικρασιατών Χανίων «Ο Άγιος Πολύκαρπος». Τα ρούχα αυτά, με γαριασμένο λευκό από τις ταλαιπωρίες και τον χρόνο, είναι σήμερα φορείς μιας μνήμης προσφυγικής από τη Μικρά Ασία.
Στο Σπίτι των Μικρασιατών, τον χώρο που συντηρεί η Αδελφότητα Μικρασιατών Χανίων «Ο Άγιος Πολύκαρπος» με προσφυγικά κειμήλια, δύο προσφυγικές οικογένειες δώρισαν τα ζευγάρια στέφανα που οι πρόγονοί τους είχαν φέρει από τη Μικρά Ασία. Το ένα ζευγάρι βρίσκεται μέσα στο εικονοστάσι του, με τα αρχικά Μ.-Ε., και το δεύτερο σώθηκε δεμένο με τις κορδέλες του.
Η Ανταλλαγή των Πληθυσμών δεν στάθηκε εμπόδιο στην αγάπη τους. Μόλις ο Ιωακείμ έφτασε στην Ελλάδα της έγραψε και συνέχισαν την επικοινωνία τους. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1928, οι δύο νέοι αρραβωνιάστηκαν με ένα γράμμα και αντάλλαξαν όρκους αγάπης. Η οικογένεια της Αναστασίας στην Κωνσταντινούπολη για να γιορτάσει τον αρραβώνα πρόσφερε μπομπονιέρες σε συγγενείς και φίλους. Μία από αυτές τις μπομπονιέρες έφερε μαζί της η Αναστασία στις αποσκευές που την συνόδευσαν στο ταξίδι της στην Ελλάδα.
Στο κατάστημα εδώδιμων αποικιακών προιόντων του Ιωάννη Κττυπιάδη στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκαν η κόρη του Αναστασία Κττυπιάδη και ο Σταύρος Προκόπογλου και γρήγορα η γνωριμία μετατράπηκε σε ένα τρυφερό ειδύλλιο. Το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου και η συμφωνία της ανταλλαγής των πληθυσμών που ακολούθησε χώρισαν προσωρινά το νεαρό ζευγάρι. Η Αναστασία έμεινε στην Κωνσταντινούπολη μιας και
Το 1944 η Κασσιανή Καλαμακίδου παντρεύτηκε τον Σπύρο Βαφειάδη, γιατρό με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Απέκτησαν 4 παιδιά. Όταν γέννησε την δεύτερη κόρη της Έρη (Ερμοφίλη), η μητέρα της Ερμοφίλη, της χάρισε τη μικρή εικόνα της Παναγίας της Ελευθερώτριας. Μια εικόνα που σχετιζόταν με την δική της γέννηση στο Μπορ το 1922.
Δύο πανομοιότυπες γυναικείες φιγούρες με ένα κερί ανά χείρας, ένα δεξί χέρι και ένα μικρό κορίτσι είναι τάματα που βρίσκονται στη συλλογή της Αδελφότητας Μικρασιατών Χανίων «Ο Άγιος Πολύκαρπος», συλλογή κειμηλίων προσφυγικών οικογενειών που έφυγαν πριν 100 χρόνια από τη Μικρά Ασία. Οι γυναικείες φιγούρες και το χέρι φαίνονται τάματα από μήτρα, ενώ η αναπαράσταση του μικρού κοριτσιού παραπέμπει σε χειροποίητη κατασκευή.
Ο Χρήστος Κυριακίδης (1924-2019) και η Ελένη Χαραλαμπίδου (1931-2021) γεννήθηκαν στο Μπατούμι της σημερινής Γεωργίας. Οι οικογένειές τους είχαν μετεγκατασταθεί εκεί φεύγοντας από τη Σαντά (τουρκ. Dumanlı, ΝΑ της Τραπεζούντας) στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στο πλαίσιο των διωγμών που εξαπέλυσαν οι Νεότουρκοι κατά των Ποντίων. Οι γονείς τους μιλούσαν ποντιακά και τούρκικα, οι ίδιοι όμως, ζώντας πλέον στην ΕΣΣΔ, χρησιμοποιούσαν τα ρώσικα στην καθημερινότητά τους, διατηρώντας ωστόσο τη χρήση της ελληνικής εντός της κοινότητας.