Πίνοντας καφέ όπως στο σπίτι

Στους μπόγους και στα μπαούλα των συνασίτων, όπως και όλων των προσφύγων που έφυγαν σχετικά οργανωμένα λόγω της συνθήκης της Λοζάνης τοποθετήθηκαν τα πιο χρηστικά αντικείμενα και τα πιο πολύτιμα σε αξία υλική ή σε συναισθηματική. Τα καθημερινά είδη του σπιτιού ήταν ανάμεσα στα αντικείμενα αυτά. Ποτηράκια του καφέ, μπρίκια, μύλοι, πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα, μπακιρένιες γαβάθες και πιατέλες είναι τα πιο συνηθισμέσμενα από τα αντικείμενα που εντοίζουμε στα σπίτια των απογόνων τους ακόμα και σήμερα. 

Συνεχίζοντας το γνέσιμο του μαλλιού

Το γνέσιμο του μαλλιού αποτελεί κύριο στάδιο της υφαντικής προεργασίας. Ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία, μια εργασία που απαιτούσε πολύ υπομονή, προκειμένου να παραχθεί λεπτό νήμα. Το γνέσιμο γινόταν με τρία κλωστικά εργαλεία: τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι, ενώ τύλιγαν τη κλωστή ώστε να γίνει κουλούρα χρησιμοποιώντας το «τυλιγάδι».

Η εικόνα της γιαγιάς Κοραλίας

Τις τελευταίες ημέρες του  Σεπτεμβρίου όλη η οικογένεια επιβιβάστηκε σε πλοίο από την ξύλινη αποβάθρα των σιδηροδρόμων στην Πούντα. Έφτασαν στη Μυτιλήνη και από εκεί κατευθύνθηκαν στη Λήμνο, τόπο καταγωγής του Χαράλαμπου Τσαρδανίδη. Ένα χρόνο αργότερα έφτασαν στο Πειραιά, έμειναν για ένα χρόνο πίσω από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας και στη συνέχεια μετακόμισαν στην Άνω Κυψέλη ενώ η οικογένεια εγκαταστάθηκε οριστικά στη πλατεία Κολιάτσου το 1926.  Σε όλη αυτή τη περιπλάνηση η εικόνα του Ευαγγελισμού συντρόφευε και προστάτευε τη γιαγιά Κοραλία και την οικογένειά της.

Οι «7μπάλες» από τη Συνασό

Στις 2 Οκτωβρίου του 1924, ακολουθώντας τους όρους της Συνθήκης της Λοζάνης, η Αγγελική Σεχνεδοπούλου, τα τρία της παιδιά και η πεθερά της Νυμφοδώρα Χατζηθεοδωρίδου, άφησαν το σπίτι τους, και έχοντας «7 μπάλες» μαζί τους, 7 μπόγους όπου χώρεσαν μέσα τους τα πιο χρήσιμα και τα πιο πολύτιμα αντικείμενα τους από τη Συνασό, έφτασαν στη Μερσίνα, επιβιβάστηκαν στο πλοίο Δεστούνης και ταξίδεψαν για την Ελλάδα. Το πλοίο αποβίβασε τους μισούς πρόσφυγες στην Εύβοια και τους άλλους μισούς στον Πειραιά.

Το μπαστούνι του παππού από τη Συνασό

Στο σαλόνι του προσφυγικού σπιτιού του Σωτήρη Μαρσέλλου, συνταξιούχου θεολόγου, βρίσκεται το μπαστούνι του παππού του Θεολόγου Χατζηθεοδωρίδη. Ο Θεολόγος Χατζηθεοδωρίδης ήταν έμπορος υφασμάτων στην Κωνσταντινούπολη, με καταγωγή από τη Συνασό.

Οι μποχτσάδες από τη Νίγδη

Οι συγκεκριμένοι μποχτσάδες αποτελούνται  από συραμμένα μεταξύ τους βαμβακερά υφάσματα, ενισχυμένα με φόδρα για μεγαλύτερη αντοχή. Σήμερα δεν διασώζονται πολλοί παρόμοιοι. Αποτέλεσαν όμως το κυριότερο μέσο μεταφοράς αντικειμένων για πάρα πολλά χρόνια και εντοπίζονται συχνά στις φωτογραφίες που τεκμηρίωσαν την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Τα μάλλινα γάντια της δουλειάς

Ο Κωνσταντίνος Νικολαΐδης γεννήθηκε το 1873. Η καταγωγή του, όπως και αυτή της γυναίκας του, Ουρανίας, ήταν από τη Νίγδη Ικονίου. Ο Κωνσταντίνος Νικολαΐδης εργαζόταν στη Νίγδη στο Οθωμανικό Μονοπώλιο Καπνού, στη λεγόμενη Regie. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. 

Το πιστοποιητικό γέννησης και βάπτισης από την Καισάρεια

Η οικογένεια του Χαράλαμπου Σαραντίδη και της Δέσποινας Νικολαΐδου ζούσε στην κωμόπολη Άγιος Κωνσταντίνος στην επαρχία της Καισάρειας, η οποία αποτελούσε τοπικό εμπορικό και οικονομικό κέντρο. Στις 15 Μαρτίου 1914 γεννήθηκε το πρώτο παιδί της οικογένειας, το οποίο αντιμετώπισε αμέσως σοβαρά προβλήματα υγείας και θεωρήθηκε ότι θα πέθαινε. Για το λόγο αυτό αποφάσισαν οι γονείς του να τον βαφτίσουν. Το «πιστοποιητικό γεννήσεως και βαπτίσεως» του Αντώνη Σαραντίδη φέρει ημερομηνία 20 Μαρτίου 1914, πέντε μόλις ημέρες μετά τη γέννηση του.

Το ντέφι από τη Συνασό στα γλέντια στο Αιγάλεω

Σε αυτές τις στιγμές χαράς στο σπίτι του Λάζαρου θυμάται η ανιψιά του Βάσω Πεμπέ να ηχεί και το ντέφι που είχε φέρει μαζί του από την Συνασο. Ο «θείος Λάζαρος ήταν γλεντζές, το σπίτι του ήταν πάντα ανοιχτό». Όταν η δεύτερη σύζυγός του της χάρισε το ντέφι, αμέσως της ήρθαν οι μνήμες από τις γιορτές και τα γλέντια της οικογένειάς της.

Το μπαστούνι από την Κωνσταντινούπολη

Ο Νικόλαος Πεμπές γεννήθηκε γύρω στα 1880 στην Συνασό. Παντρεύτηκε τη συντοπίτισσα του Βασιλική Λαδοπούλου. Ο Νικόλαος εργαζόταν στην Κωνσταντινούπολη, όπως οι περισσότεροι συνασίτες, και επισκέπτονταν την οικογένεια του που είχε παραμείνει στην Συνασό. Απέκτησαν μαζί 3 παιδιά, τον Λάζαρο το 1906, τον Γαβριήλ και το Θεολόγο το 1915. Η Βασιλική απεβίωσε στη γέννα του