Μια προίκα αμανάτι

76 χρόνια μετά τα προικιά των κοριτσιών δόθηκαν στους κοντινότερους εν ζωή συγγενείς τους, εκπληρώνοντας την υπόσχεση που είχε δώσει στους γείτονές της η οικογένεια  Yalcin. «Μια προίκα που την έχουν αφήσει αμανάτι δεν πρέπει να δοθεί σε κανέναν. Προικιά που είναι φορτωμένα με αναστεναγμούς δεν θα φέρουν την ευτυχία σε καμιά κοπέλα», έλεγε πάντα ο Ramazan Yalcin  που θυμόταν με νοσταλγία την παιδική του φίλη, τη Σαφιέ, όπως αποκαλούσε τη Σοφία Μηνόγλου.

Μια προίκα αμανάτι

Μετά το πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του 1980 ο καθηγητής πλέον Kemal Yalcin αναγκάστηκε ο ίδιος να πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς. Βρέθηκε στη Γερμανία και 12 χρόνια αργότερα κατάφερε να συναντήσει ξανά τους γονείς τους. Ζήτησε από τον πατέρα του να του αφηγηθεί ξανά την ιστορία των Μηνoγλαίων και εκείνος τον προέτρεψε να γράψει για όλα όσα συνέβησαν και φυσικά να αναζητήσει την οικογένεια στην Ελλάδα και να παραδώσει τα προικιά που ακόμα φυλάσσαν σε ένα σεντούκι στο πατρικό του σπίτι στο Χονάζ.

Η Συνασός της Καππαδοκίας: ένα λεύκωμα

Στην Αθήνα στα τέλη του 1924 εκδόθηκε ένα λεύκωμα: Η Σινασός της Καππαδοκίας. Το λεύκωμα αυτό συνιστά μια προσπάθεια διάσωσης του παρελθόντος: της ιστορίας, των παραδόσεων, της συλλογικής μνήμης μία κοινότητας που είχε χάσει την υπόστασή της. Οι φωτογραφίες που ήρθαν από «εκεί» μαζί με σύντομα κείμενα που γράφτηκαν στο προσφυγικό «εδώ» συνθέτουν ένα εγχείρημα ανασυγκρότησης της κοινοτικής ζωής που εκτείνεται από την ιστορική της διαδρομή και τα σπίτια των ανθρώπων μέχρι τη διάλεκτο της περιοχής και τους στίχους των τραγουδιών της. 

Το κλειδί του σπιτιού

Ο Μανώλης Μυλωνάς, παιδί προσφύγων από τη Μικρά Ασία, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Χανιά κατά τον Μεσοπόλεμο. Με την οικογένειά του ζούσαν στη Σπλάντζια, σημαντική προσφυγογειτονιά στην καρδιά της πόλης. Έμεναν σε ένα κτίσμα πολλοί πρόσφυγες μαζί, καθένα δωμάτιο του κτιρίου ήταν και το σπίτι μιας οικογένειας.

Οι μπάμπουσκες από την «εξορία» στο Καζακστάν

Ο Χρήστος Κυριακίδης (1924-2019) και η Ελένη Χαραλαμπίδου (1931-2021) γεννήθηκαν στο Μπατούμι της σημερινής Γεωργίας. Οι οικογένειές τους είχαν μετεγκατασταθεί εκεί φεύγοντας από τη Σαντά (τουρκ. Dumanlı, ΝΑ της Τραπεζούντας) στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στο πλαίσιο των διωγμών που εξαπέλυσαν οι Νεότουρκοι κατά των Ποντίων. Οι γονείς τους μιλούσαν ποντιακά και τούρκικα, οι ίδιοι όμως, ζώντας πλέον στην ΕΣΣΔ, χρησιμοποιούσαν τα ρώσικα στην καθημερινότητά τους, διατηρώντας ωστόσο τη χρήση της ελληνικής εντός της κοινότητας.

Τα φλιτζανάκια της θείας Βιργινίας

Η Βιργινία Σπανούδη γεννήθηκε το 1914 στην Κωνσταντινούπολη. Η μητέρα της, Κυριακή, εργαζόταν στο σπίτι ενός ευκατάστατου Έλληνα στο Πέραν, ο οποίος τη βοήθησε στη μόρφωση της κόρης της. Η Βιργινία γνώριζε αγγλικά και γαλλικά και εργάστηκε ως μοδίστρα.

Κοσμήματα και ενδύματα της Βιργινίας

Η Νατάσσα ζει πια στην Αθήνα. Φοράει συχνά την καρφίτσα και πίνει καφέ στα φλυτζάνια της θείας από την Κωνσταντινούπολη που έζησε το δεύτερο μισό της ζωής της στη Θεσσαλονίκη.

Ένα μπαούλο από την Κωνσταντινούπολη

Από την Κωνσταντινούπολη μετέφερε σε ένα πράσινο μπαούλο ό,τι μπόρεσε να χωρέσει από τα προσωπικά της είδη, τον ρουχισμό και τα κοσμήματά της, μερικά οικιακά είδη που χρησιμοποιούσε εκεί και λιγοστά έπιπλα.

Τα τάματα

Δύο πανομοιότυπες γυναικείες φιγούρες με ένα κερί ανά χείρας, ένα δεξί χέρι και ένα μικρό κορίτσι είναι τάματα που βρίσκονται στη συλλογή της Αδελφότητας Μικρασιατών Χανίων «Ο Άγιος Πολύκαρπος», συλλογή κειμηλίων προσφυγικών οικογενειών που έφυγαν πριν 100 χρόνια από τη Μικρά Ασία. Οι γυναικείες φιγούρες και το χέρι φαίνονται τάματα από μήτρα, ενώ η αναπαράσταση του μικρού κοριτσιού παραπέμπει σε χειροποίητη κατασκευή.

Το κέντημα

Το οθωμανικό αυτό κέντημα δεν είναι μόνο ένα ενθύμημα της προσφυγικής ιστορίας των Μικρασιατών, αλλά κυρίως της συνύπαρξης των εθνοθρησκευτικών ομάδων μέχρι την ανταλλαγή στα ανατολικά παράλια του Αιγαίου.