Ο Βασίλης Καπτάνογλου γεννήθηκε στο Προκόπι της Καππαδοκίας το 1907. Στις αρχές του 1922 έφτασε στον Πειραιά με την μητέρα του και έμεινε μαζί με την οικογένεια του αδερφού του, που είχε φτάσει λίγους μήνες νωρίτερα, σε αυτοσχέδια παραπήγματα στα Ταμπούρια. Σε όλη του τη ζωή έπαιζε ούτι, το ούτι που έφερε μαζί του από το Προκόπι.
Στις παράγκες των Ταμπουρίων ο Βασίλης Καπτάνογλου γνώρισε την Ελένη Δήμου από τη Χηλή του Εύξεινου Πόντου. Πρόσφυγας και η ίδια είχε φτάσει στην Ελλάδα με τον πατέρα και τις δύο αδελφές της. Η εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που ήρθε από το Προκόπι ή τη Χηλή αποτελεί ένα αντικείμενο τεράστιας συναισθηματικής αξίας για τους απογόνους τους.
Ο Γιώργος Παπαγιοβάνογλου καταγόταν από το Σούγκουρλου και ασχολούνταν με το εμπόριο μαλλιού. Με την έναρξη των εχθροπραξιών στη Μικρά Ασία βρήκε καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης. Παντρεύτηκε με την Ταρσή Βλησίδου. Το 1943 ο γάμος έφερε δίδυμα. Τα βράδια στην κατεχόμενη πόλη υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας και συσκότιση. Με το φανάρι που η οικογένεια είχε φέρει από το Σούγκουρλου, η Ταρσή μαζί με τη γειτόνισσα πήγε στην κλινική Αναγνωστάκη, όπου και γέννησε.
Ο Γιώργος Παπαγιοβάνογλου, με την έναρξη των εχθροπραξιών στη Μικρά Ασία βρήκε καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας στο Σούγκουρλου τους δύο γιους του, οι οποίοι ενώθηκαν στη συνέχεια με την υπόλοιπη οικογένεια. Αφού πούλησαν όλο το απόθεμα μαλλιού ήρθαν στη Θεσσαλονίκη με μεγάλη οικοσκευή και αποταμιεύσεις σε τράπεζες της Αγγλίας. Στην πόλη εγκαταστάθηκαν σε μεγάλο τούρκικο σπίτι στην πλατεία Τερψιθέας στην Άνω Πόλη, το οποίο αγόρασαν.
Ο Οδυσσέας Παπαϊωάννου, το ένα από τα δίδυμα εγγόνια του Γιώργου Παπαγιοβάνογλου, μεγάλωσε στην Άνω Πόλη στο σπίτι της πλατείας Τερψιθέας, μέσα σε ένα πλούσιο περιβάλλον αλλά περιτριγυρισμένος από μεγάλη φτώχεια η οποία διαμόρφωσε την προσωπικότητά του. Για κάποια χρόνια έφυγε από το σπίτι. Εγκαταστάθηκε όμως πάλι σε αυτό, το συντήρησε και διέσωσε μέρος της οικοσκευής που είχε φέρει η οικογένεια του παππού του, ανάμεσα σε αυτά μια ταπισερί με ανατολίτικα θέματα.
Ο Γεώργιος Τρέχας και ο Κωνσταντίνος Ρασπίτσος γεννήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα στο Εγγλεζονήσι της Μικράς Ασίας, ενα μικρό νησί στον κόλπο της Σμύρνης με πληθυσμό γύρω στις 2.500 ανθρώπους, κυρίως χριστιανούς. Και οι δύο δούλευαν από πολλοί μικροί ως ψαράδες για να συντηρήσουν τις οικογένειες τους. Δυο πέτρινες μήτρες για αγγίστρια, τι οποίες σήμερα έχει ο εγγονός του Γιώργου, Κωνσταντίνος Τρέχας, αποτελούν δύο από τα λιγοστά υπάρχοντα που έφεραν μαζί τους.
Ο Γεώργιος Τρέχας, μαζί με το μικρό γιο του Δημήτρη και ο Κωνσταντίνος Ρασπίτσος ξανασυνατήθηκαν στον αυτοσχέδιο προσφυγικό συνοικισμό της Δραπετσώνας όπου και ξαναδημιούργησαν τις ζωές τους Νέα σπίτια, νέα καΐκια, νέες ζωές. Μια ξύλινη εικόνα της Παναγίας που σήμερα έχει στην κατοχή του ο εγγονός τους Κωνσταντίνος Τρέχας αποτελεί ένα από τα λιγοστά υπάρχοντα που έφεραν μαζί τους.
Αντικείμενα που οι πρόσφυγες μετέφεραν μαζί από την πατρίδα τους παρέμειναν χρηστικά για πολλά χρόνια και συνέχισαν τη «ζωή» τους με μία ελαφριά αλλαγή χρήσης. Ένα σαμοβάρι ως μουσλούκι (τενεκεδένιο δοχείο για αποθήκευση νερού) έφερε μαζί της η οικογένεια Παπαδοπούλου από τα Σούρμενα του Πόντου.
Η Ντίνα Παπαδοπούλου δεν έχει τίποτα από τη γιαγιά της τη σμυρνιά. Έφυγαν βιαστικά και μάλλον δεν πρόλαβαν να πάρουν πράγματα μαζί τους παρά μόνο λίρες ραμμένες μέσα στα ρούχα. Όταν, όμως, πέθανε η άλλη της γιαγιά, η Άρτεμη, και το σπίτι διαλύθηκε η Ντίνα ζήτησε και πήρε μια μικρή πορσελάνινη ζαχαριέρα, μοναδικό υλικό κατάλοιπο της οικογένειας και της ζωής που άφησαν πίσω τους.
Οι γυναίκες της Συνασού έφεραν μαζί τους τον Οκτώβριο του 1924 τις παραδοσιακές του φορεσιές, είχαν άλλωστε μεγάλη συναισθηματική και υλική αξία για τις ίδιες. Κάποιες τις φόρεσαν τα πρώτα τους χρόνια στην Ελλάδα, πριν «κρυφτούν» στις ντουλάπες του, για να παραχωρηθούν, συνήθως από του απογόνους τους στο Μουσείο του Σωματείου «Η Νέα Σινασός», όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα.
Οι νεαρές συνασίτισσες έφταναν στις κρήνες για να γεμίσουν τις στάμνες του με νερό που χρειάζονταν για την καθημερινή λειτουργία του σπιτιού τους. Για να προστατεύσουν από την φθορά τις φορεσιές τους που χρειάζονταν πολύ χρόνο και κόπο για να φτιαχτούν, τοποθετούσαν στον δεξί τους ώμο, το αρχαλέτσι, ένα χειροποίητο υφασμάτινο προστατευτικό που συνήθως δημιουργούσαν μόνες τους.
Το αρχαλέτσι ήταν άλλοτε πιο πλουμιστό και άλλοτε λιγότερο, με σχέδια, κεντήματα, φυλαχτά, χάντρες ή άλλα στολίδια. Η καθημερινή του χρήση, αλλά και το γεγονός ότι αποτελούσε ένα κομμάτι που μπορούσε να αποσπαστεί από την γυναικεία ενδυμασία έδινε στις δημιουργούς του την ελευθερία να σχεδιάσουν ένα έντονο αρχαλέτσι που θα συνοδεύει την παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία που ήταν συνήθως αρκετά σοβαρή και συντηρητική ως προς τα σχέδια και τα χρώματα.
Η Χαρούλα Παναγιωτίδου έχει διατηρήσει αντικείμενα της οικογένειας της μητέρας της. Συνεχίζει ακόμη και σήμερα να χρησιμοποιεί όλα αυτά τα αντικείμενα στην καθημερινότητα της και να μοιράζεται την ιστορία τους με τα παιδιά και τα εγγόνια της σε μια προσπάθεια να διατηρήσει ζωντανή την ιστορία της οικογένειά της και τις μνήμες από το σπίτι, το χωριό και κυρίως τη ζωή που άφησαν πίσω τους.
Ο Αλέξανδρος Ουσταμπασίδης και ο Αναστάσιος Πολυχρονιάδης, έλαβαν ειδική άδεια από την Επαναστατική Κυβέρνηση και το υπουργείο Υγιεινής, ναύλωσαν ένα καΐκι και ξεκίνησαν από την Θεσσαλονίκη την προσπάθεια να ενώσουν ξανά τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής τους και να συνδράμουν στην μετέγκαταστασή τους στην Μακεδονία. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, ο Αναστάσιος Πολυχρονιάδης βρήκε ξανά την οικογένειά του, την σύζυγο και τα δύο του παιδιά και επέστρεψαν όλοι μαζί στην Θεσσαλονίκη. Η σύζυγός του, Ελισάβετ Αλσάνογλου έφερε μαζί της μια ραπτομηχανή.
Η Ελισάβετ Αλσάνογλου έφερε μαζί της λιγοστά αντικείμενα που είχαν μεγάλη συναισθηματική ή χρηστική αξία, ενώ τα πιο πολύτιμα από τα τιμαλφή της τα είχε ήδη δώσει για να μπορέσει να «σωθεί» ο σύζυγός της. Στην κόρη της Μαρία πέρασαν μια ραπτομηχανή, μερικά κιλίμια, και ένα μικρό ασημένιο κουτάκι με τον Άγιο Γεώργιο. Αυτά σήμερα βρίσκονται στην κατοχή της εγγονής της Ελισάβετ, Μάρθας Καρπόζηλου.
Η οικογένεια της Κυριακούλας Μόσχου έφερε μαζί της ελάχιστα αντικείμενα, κυρίως εικονίσματα. Τα εικονίσματα αυτά είχαν μεγάλη αξία για τους ιδιοκτήτες τους και έγινα γρήγορα αντικείμενα – σύμβολα για ολόκληρη τη γειτονιά. Αντικείμενα που έδιναν ελπίδα και κουράγιο στις δυσκολίες της ζωής των προσφύγων, που συμβόλιζαν όχι μόνο την πίστη στο Θεό, αλλά και την αλληλεγγύη και το νοιάξιμο μεταξύ των κατοίκων του συνοικισμού.
Η ραπτομηχανή -που συνεχίζει να δουλεύει- κρύβει την ιστορία της μετακίνησης της οικογένειας Μιχαηλίδου από τον Πόντο, στη Ρωσία και στη συνέχεια στην Ελλάδα. Ένα αντικείμενο βαρύ και δύσκολο στη μεταφορά του, με μεγάλη όμως συμβολική και πρακτική αξία επέλεξε η Αναστασία Μιχαηλίδου να φέρει μαζί της αναδεικνύοντας πτυχές της πρακτικότητας και των χρηστικών επιλογών που κάνουν οι μετακινούμενοι κάθε περιόδου.
Η εικόνα του Αγίου Ελευθερίου υπάρχει στα Χανιά μισή. Μπορεί κανείς να δει το μισό σώμα ενός αγίου με ενδύματα μπλε, πράσινο, κόκκινο και λευκό και στο χέρι ένα σκήπτρο. Το πρόσωπο του αγίου δεν φαίνεται, αλλά διασώζεται το όνομα «Ελευθέριος». Το ξύλο πάνω στο οποίο έχει αγιογραφηθεί η μορφή είναι σκισμένο στη μέση.
Η οικογένεια Ρακοπούλου, από την πλευρά του πατέρα της Γωγώς, ήρθαν από την Προύσα. Από τη Σμύρνη έφυγε η οικογένεια της μητέρας της Γωγώς. Το επώνυμο με το οποίο έφυγαν είναι σήμερα άγνωστο, με την άφιξή τους στα Χανιά υιοθέτησαν το επώνυμο Τσιχλάκη. Οι τέσσερις εικόνες ταξίδεψαν μαζί τους και, μετά την εγκατάστασή τους, κοσμούσαν τα σπίτια των ίδιων των προσφύγων κι έπειτα των επόμενων γενιών.
Η Ουρανία Σταματιάδου-Κουτσογιάννη, εγγονή της συνονόματης γιαγιάς της, είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός και πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Το Εγγλεζονήσι». Με περισσή γενναιοδωρία μοιράζεται τις ιστορίες της οικογένειάς της και των υπόλοιπων εγγλεζονησιωτών. Πλάι στις ιστορίες αυτές σε μια μικρή βιτρίνα του Συλλόγου έχει αποθέσει δύο μικρά ανθοδοχεία που κατάφεραν να φέρουν μαζί τους οι δικοί της.
Ένας ασημένιος δίσκος, δυο μικρά ανθοδοχεία, και ένα ασημένιο φλασκί με ανάγλυφη την εικόνα του Αγίου Γεωργίου είναι όλα όσα κατάφεραν να φέρουν μαζί τους οι πρόσφυγες παππούδες της Ουρανίας Σταματιάδου-Κουτσογιάννη. Τα αντικείμενα αυτά για την ίδια είναι κομμάτι της ιστορίας της οικογένειά της αλλά και όλων των προσφύγων και πιστεύει ότι η αξία τους βρίσκεται στο μοίρασμα της ιστορίας αυτής και στη διάσωσή της.
Για την Ουρανία Σταματιάδου-Κουτσογιάννη η ιστορία των παππούδων της, ο τόπος καταγωγής τους, η Έξοδος και η νέα ζωή που έστησαν στα προσφυγικά τετράγωνα της Νέας Ιωνίας είναι για την ίδια όχι μόνο το παρελθόν της οικογένειάς της, αλλά κομμάτι της ιστορίας του μικρασιατικού ελληνισμού, της προσφυγικής μετακίνησης του 1922 και των νέων προσφυγικών συνοικισμών που ξεπήδησαν σε όλη τη χώρα.
Το σερβίτσιο, κατασκευασμένο στη Βαυαρία, το είχε αγοράσει ο Πανάρετος στην Κωνσταντινούπολη και το έκανε δώρο στη Φωτεινή που ήθελε ένα σερβίτσιο για να κάνει τραπέζια όπως οι φίλες της. Είχε ιδιαίτερη διακόσμηση με χρυσάνθεμα ενώ τα περισσότερα σερβίτσια της εποχής ήταν διακοσμημένα με τριαντάφυλλα.
Από το μπακάλικο στον Πόντο, στο Βατούμ και από εκεί πλανόδιος μανάβης στον Πειραιά, ο Γεώργιος Τσουχνικάς πήρε δυο φορές τον δρόμο της προσφυγιάς με την οικογένειά του, κουβαλώντας μαζί του λιγοστά αντικείμενα. Τα ζύγια της ζυγαριάς του ήταν ανάμεσα σε αυτά, εργαλείο δουλειάς αλλά και ανάμνηση από τα μαγαζιά που κάθε φορά άφηνε πίσω του και ελπίδα για μια νέα χρήση στη νέα ζωή.
O Σάββας Λεπτουργίδης, συνταξιούχος δημοσιογράφος γεννήθηκε το 1948 στο Νοσοκομείο των Αμερικανίδων Κυριών στην Κοκκινιά, μεγάλωσε και συνεχίζει να ζει στο Κερατσίνι, στην προσφυγική γειτονιά της Αμφιάλης. Η εικόνα του Αγίου Σάββα είναι ένα κομμάτι από το παρελθόν του ίδιου και της οικογένειάς του και ταυτόχρονα ένα κομμάτι του πολιτισμού του τόπου του.
Πρόσφυγες από την Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας έφτασαν στο Ηράκλειο της Κρήτης και ίδρυσαν τον ομώνυμο συνοικισμό της Νέας Αλικαρνασσού. Δύο ναοί καλύπτουν τις ανάγκες της, του Αγίου Νικολάου και ο μεταγενέστερος ναός της Παναγίας Καμαριανής. Η θεμελίωση του ναού του Αγίου Νικολάου πραγματοποιήθηκε με την άφιξη των προσφύγων και το αρχικό κτίριο ήταν ξύλινο.
Το Μουσείο της Μέριμνας Ποντίων Κυριών με τίτλο «Κεντώντας τη μνήμη» εγκαινιάστηκε το 2005. Ανάμεσα στα αντικείμενα της συλλογής του, αρκετά που ήρθαν από τον Πόντο και τη Ρωσία και που διέτρεξαν τον χώρο και τον χρόνο, βρίσκεται μία κεντητή βουρτσοθήκη της Ελισάβετ Θεοδωρίδου (το γένος Γραμματικοπούλου) που ήρθε από το Καρς της Ρωσίας.
Το Μουσείο της Μέριμνας Ποντίων Κυριών με τίτλο «Κεντώντας τη μνήμη» εγκαινιάστηκε το 2005. Ανάμεσα στα αντικείμενα της συλλογής του, αρκετά που ήρθαν από τον Πόντο και τη Ρωσία και που διέτρεξαν τον χώρο και τον χρόνο, βρίσκεται ένα κέντημα, γνωστό ως Κουρτινάκι ή Κειμήλιο, που λειτουργούσε ως ένα από τα δύο φύλλα παραπετάσματος εικονοστασίου που ήρθε από την περιοχή της Τραπεζούντας σε σχήμα λαχούρ (συνήθες στον Πόντο).
Το Μουσείο της Μέριμνας Ποντίων Κυριών με τίτλο «Κεντώντας τη μνήμη» εγκαινιάστηκε το 2005. Ανάμεσα στα αντικείμενα της συλλογής του, αρκετά που ήρθαν από τον Πόντο και τη Ρωσία και που διέτρεξαν τον χώρο και τον χρόνο, βρίσκεται μία ραπτομηχανή singer που χρησιμοποιήθηκε από το 1911 στην Τραπεζούντα και μετά στη Θεσσαλονίκη.
Στο χώρο των γραφείων του Πολιτιστικού Σύλλογου Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Το Εγγλεζονήσι» φιλοξενείται μία μικρή έκθεση με οικιακά αντικείμενα και λευκά είδη που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες εγγλεζονησιώτες. Νυφικά χειροποίητα «ασπρόρουχα» κεντημένα με βελόνα από χασέ και καθημερινά «ασπρόρουχα» από κάμποτο βρίσκονται στις βιτρίνες του συλλόγου.
Στο χώρο των γραφείων του Πολιτιστικού Συλλόγου Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Το Εγγλεζονήσι» φιλοξενείται μία μικρή έκθεση με οικιακά αντικείμενα και λευκά είδη που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες εγγλεζονησιώτες. Αναμεσά τους τα χειροποίητα κεντήματα και προικιά των κοριτσιών και των γυναικών.
Ένα μικρό καμινέτο, φλιτζανάκια και κεντημένα πιατάκια που διέσχισαν το Αιγαίο και έφτασαν στην Νέα Ιωνία του Βόλου δωρήθηκαν από τους κατόχους τους στον Πολιτιστικό Σύλλογο Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Το Εγγλεζονήσι», για να αποτελέσουν τμήμα του κοινού τους παρελθόντος και της προσπάθειάς τους να διατηρήσουν τις μνήμες και την ιστορία τους.
Η οικογένεια ήρθε στην Ελλάδα το 1922. Στη Θεσσαλονίκη ο Αναστάσιος Μαλκότσης (1869-1957) συνέχισε να ασκεί την ιατρική στην περιοχή του Αγίου Φανουρίου Τούμπας. Πήρε μαζί του από την Πάνορμο το δερμάτινο ιατρικό βαλιτσάκι του, ιατρικά εργαλεία και σύνεργα (ψαλίδια, λαβίδες, φιαλίδια, σύριγγες, βελόνες, σταγονόμετρα) και την μπρούντζινη πινακίδα που είχε στο ιατρείο του, η οποία αναγράφει στα ελληνικά και στα αρμενικά το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητά του.
Η Αθήνα, χήρα με μια κόρη –τη Χρυσούλα (γεν. 1913) – φορώντας την παραδοσιακή της φορεσιά φτάνει μεταξύ του 1914-1918, μετά από τους διωγμούς στην Ανατολική Θράκη στην Κατάλτζα (σημερινή ονομασία Χωριστή Δράμας). Το ταξίδι της ξεκίνησε από το Σχολάρι, μετά το θάνατο του στρατιώτη άντρα της σε μάχη. Η εγγονή της Αθηνά Χορόζη τη θυμάται να φοράει βράκα και να αφηγείται συχνά: «με έδιωξαν από το σπίτι μου, με τη βράκα που φορούσα! Στις τσέπες μου έκρυψα ό,τι άξιζε και τη Χρυσούλα τύλιξα στη μπάντα με το άρμα».
Η Χριστίνα Παυλιόγλου δεν ξέρει λεπτομέρειες για την εικόνα παρά μόνο θυμάται πως η μητέρα της την θεωρούσε θαυματουργή και ότι υπήρχε μια ασαφής οικογενειακή ιστορία γύρω από μια φωτιά στο σπίτι όπου η εικόνα σώθηκε. Για την ίδια το προσφυγικό παρελθόν της οικογένειάς της είναι ένα κομμάτι του δικού της παρελθόντος αλλά κυρίως είναι τμήμα της ιστορίας της μετακίνησης, των δυσκολιών, των προβλημάτων και της βίας με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι άνθρωποι που αναγκάζονται να αφήσουν το σπίτι και τον τόπο τους.
Η γιαγιά από τη μεριά της μητέρας μου, ηρωίδα από τις «χίλιες και μία νύχτες», η Ναρίνα, το όνομά της, Μαρία επί το ελληνικότερον, ήρθε από την Γιοζγάτη της Καισάρειας με τον παππού τον Συμεών, έμπορο γουναρικών και χαλιών σε όλη την Ευρώπη. Ηρθαν μέσω Κωνσταντινούπολης, αφήνοντας στο πέρασμά τους συγγενείς στην Καβάλα, στην Θεσσαλονίκη, τον Βασίλη Κατεμίδη και την Ιερουσαλήμ. Στον Βόλο, στη Νέα Ιωνία, τους θείους Βέτα και Γιώργο Δοξόπουλο.
Παρότι κανένας θεσμός δεν θα επιβίωνε πραγματικά στην νέες συνθήκες μετά την Έξοδο και την εγκατάσταση στην Ελλάδα οι Συνασίτες και οι Συνασίτισες στην νέα πατρίδα πέρα από τα προσωπικά τους αντικείμενα φρόντισαν και μετέφεραν με φροντίδα και μια σειρά κοινοτικά αντικείμενα και κατάστιχα. Οι τρεις σφραγίδες που μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα παρότι δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν μαρτυρούν την οργάνωση που άφησαν πίσω τους αλλά και τη σημασία που είχε για τους ίδιους.
Το Σάββατο, 28 Μαΐου 2022, η Αδελφότητα Μικρασιατών Χανίων πραγματοποίησε μία από τις εκδηλώσεις της για την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή: τη λειτούργηση των εικόνων που είχαν φέρει μαζί τους οι πρόσφυγες πρόγονοί τους. Η επιλογή του ναού του Αγίου Νικολάου δεν ήταν τυχαία. Ο Άγιος Νικόλαος είναι ο κεντρικός ναός της Σπλάντζιας, της περιοχής στην καρδιά της πόλης που δέχτηκε μεγάλο αριθμό προσφύγων για μόνιμη εγκατάσταση, μιας και είχε πλήθος σπιτιών μουσουλμάνων που είχαν ήδη αποχωρήσει.
Οι εικόνες αυτές εκπληρώνουν δύο στόχους, σύμφωνα με την Αδελφότητα. Αφενός, είναι τεκμήρια της θρησκευτικότητας των Μικρασιατών προσφύγων τα χρόνια που ζούσαν στη Μικρά Ασία, αλλά και όσα ακολούθησαν μετά στην Ελλάδα. Αφετέρου, συνδέουν τους απογόνους με την πατρίδα των παππούδων και των γιαγιάδων τους.
Βρεφοκρατούσα, κεχαριτωμένη, ελεούσα, ζωοδόχος, θρηνούσα, φιλάνθρωπος, πονεμένη, παναγία είναι λίγα μόνο από τα πολλά επίθετα που αποδίδονται στην «μήτηρ θεού», στην Μαρία. Τα μέλη της Αδελφότητας Μικρασιατών Χανίων «Ο Άγιος Πολύκαρπος», απόγονοι προσφυγικών οικογενειών, συντηρούν τις εικόνες που έφεραν μαζί τους οι Μικρασιάτες παππούδες και γιαγιάδες τους.
Η Ευτέρπη Μαρκή, κόρη του Επαμεινώνδα και της Ολυμπίας Αντωνίου από την Κορησσό Καστοριάς, αφηγήθηκε στην Αρετή Κονδυλίδου ότι η οικογένεια έφερε αρκετό βιος μαζί της. Αυτά που έμειναν είναι ορισμένα μπακιρένια σκεύη και τρία «πολύτιμα» αντικείμενα, αναμεσά τους μία μπρούντζινη λάμπα πετρελαίου, την οποία θεωρεί το πιο πολύτιμο αντικείμενο του σπιτιού της και για την οποία καμαρώνει.